Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βιήσεται

См. также в других словарях:

  • βιήσεται — βιάω constrain aor subj mid 3rd sg (attic epic ionic) βιάω constrain fut ind mid 3rd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»