Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

βιάζεται

См. также в других словарях:

  • βιάζεται — βιάζω constrain pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • JANUARIUS Mensis — a Iano dictus. Censorin. l. de Die Nat. c. 22. Ianuarius a Iano, cui attributus est, nomen traxit. Suaves autem sunt Graeci, qui sic dictum volunt qu. Α᾿ιωνάριον Suid. Αἰωνάριος, ὁ Ι᾿ανουάριος μὲν οῦτω Λογγίνος αὐτὸν ἑρμηνεῦσαι βιάζεται, ὡσανεὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άβιαστος — η, ο [βιάζω] αυτός που δεν βιάζεται, ο αργός …   Dictionary of Greek

  • αναθεμάτος — ο 1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος 2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον (πρβλ. «κάμε δουλειά καμουλειά καλειά, κακό χρόνο να χει κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • ασπέδιστος — η, ο [σπεδίζω] 1. (για άλογα) εκείνος που δεν του έβαλαν λουριά στα πόδια («ασπέδιστο πουλάρι») 2. (για ανθρώπους) α) αυτός που δεν ανέχεται περιορισμούς β) όποιος δεν σπεύδει ή δεν βιάζεται να κάνει κάτι 3. (για νερό) εκείνος που δεν… …   Dictionary of Greek

  • βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… …   Dictionary of Greek

  • ζοφοδορπίδας — και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α) 1. αυτός που δειπνάει στο σκοτάδι ή κρυφά («τοῡτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.) 2. (σε αντίθεση με τον τρεχέδειπνον*) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο δείπνο και βιάζεται… …   Dictionary of Greek

  • κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… …   Dictionary of Greek

  • κουτούκι — το 1. μικρή και συνήθως υπόγεια λαϊκή ταβέρνα 2. χοντρό απελέκητο ξύλο, κούτσουρο 3. καμένο κούτσουρο ελιάς 4. τυφλός, στραβός 5. κουτάβι 6. σχοινί με το οποίο δένουν το πλοίο από την πρύμνη στην ακτή 7. φρ. «έγινε κουτούκι στο μεθύσι» ήπιε πολύ… …   Dictionary of Greek

  • οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»