-
1 βιάζω
βιάζω, bewältigen, zwingen; Hom. acti v. Odyss. 12, 297 βιάζετε μοῦνον ἐόντα, Scholl. Aristonic. βιάζετε: Ζηνόδοτος βιάζεσϑ' οἶον ἐόντα, οὐ νοήσας, ὅτι ποιητικῶς ἐσχημάτισται, d. h. Zenodot habe nicht begriffen, daß Homer das Verbum βιάζεσϑαι, welches gewöhnlich allerdings medium (passivum) sei, hier ausnahmsweise einmal mit dichterischer Freiheit als activum conjugire; medium Iliad. 22, 229 Odyss. 9, 410 βιάζεται, passiv. Iliad. 11, 589 βιάζεται, 15, 727. 16, 102 βιάζετο, 11, 576 βιαζόμενον. Activ. Alcaeus com. B. A. 86 ἐβίασε (Meineke C. G. F. 2, 2 p. 833), und Spätere; passiv. das praes. Thuc. 1, 2. 77. 4, 10. 7, 84 Aeschyl. Ag. 1509 Soph. Ant. 66, das perf. βεβίασμαι Xen. Hell. 5, 2, 23, der aor. ἐβιάσϑην Xen. Hell. 7, 3, 9. Meist dep. med. βιάζομαι: 1) Gewaltanthun, bedrängen, zwingen; Demosth. Fals. leg. 206 οὐδὲν γὰρ πώποτ' οὔτ' ἠνώχλησα οὔτε μὴ βουλομένους ὑμᾶς βεβίασμαι; βιασϑέντες λύᾳ Pind. N. 9, 14; τινά Aesch. Spt. 1033 Ag. 768 u. sonst; γυναῖκα, ein Weib nothzüchtigen, Plat. Legg. IX, 874 c; Xen. Cyr. 2, 1, 34; vgl. Ar. Pl. 1092; ἀνϑρώπους, gewaltthätig behandeln, Xen. Mem. 2, 6, 24; ἑαυτόν, sich Gewalt anthun, sich tödten, Plat. Phaed. 61 d; oft Ggstz πείϑειν, z. B. Gorg. 517 d; τὰ σφάγια Her. 9, 41, Gewalt anthun, verletzen; νόμους Thuc. 8, 53; ἄλλοϑεν βιασϑέντες, mit Gewalt weggeführt, Xen. Cyr. 4, 5, 56. Oft wird ein inf. hinzugesetzt, Xen. An. 1, 3, 1, u. bes. Sp. – 2) erzwingen, mit Gewalt durchsetzen, τὰ σφάγια, günstige Vorzeichen, Her. 9, 41; τὸν ἔκπλουν Thuc. 7, 70; βιασάμενον ἐκπλεῖν 7, 67; βιασάμενος, mit Gewalt, Xen. An. 7, 8, 11; ὁ νόμος πολλὰ παρὰ τὴν φύσιν βιάζεται Plat. Prot. 337 d; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 12. 6, 1, 4; εἴσω, mit Gewalt eindringen, Cyr. 3, 3, 69; vgl. 5, 5, 45; διὰ τῶν φυλάκων Thuc. 7, 83; πρὸς τὸν λόφον ἐλϑεῖν 7, 79; πρὸς τὸν λόφον Pol. 2, 67; τῆ πύλη 4, 18 u. öfter; πρόσω, vorwärts dringen, Plut. Pomp. 71; τὰς ναῦς, die Schiffe forciren, Thuc. 7, 23; vgl. 3, 20; πολεμίους Xen. An. 1, 4, 5, d. i. βίᾳ ἀπώσασϑαι. – Auch von der Rede, etwas behaupten u. eine Behauptung durchzusetzen suchen, νοητὰ ἄττα εἴδη – τὴν ἀληϑινὴν οὐσίαν εἶναι Plat. Soph. 246 b; vgl. Dem. 21, 205. – Von dem Styl, βεβιασμένα σχήματα, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 33, öfter.
-
2 ταπεινός
ταπεινός, niedrig; – a) vom Orte, niedrig gelegen; ταπεινοὶ ἔζοντο, Eur. Or. 1411; χώρα, Plut. Cam. 28; – gering, schlecht, καὶ ἄπορος δίαιτα Plat. Legg. VI, 762 e, u. Folgde; τριήρεις, neben ὰλιτενεῖς, mit niedrigem Bord, Plut. Them. 14; übertr., λέξις ταπεινή, Arist. poet. 22. – b) unterwürfig, demüthig, auch verzagt, kleinmüthig, feig; σὺ δ' οὐδέπω ταπεινὸς οὐδ' εἴκεις κακοῖς, Aesch. Prom. 320, vgl. 910; διάνοια, Thuc. 2, 61; καὶ ἀνελεύϑερον, Xen. Mem. 3, 10, 5; Ggstz von ἀστεῖος Isocr. 2, 34, von φιλόκαλος 1, 10, von σεμνός 3, 42; ψυχαί, 4, 151; ταπεινῶς im Ggstz von ὑπερηφάνως, 152; πρὸς τὴν ἀρχήν, 3, 56; διάνοια, Thuc. 2, 61; δουλεία ταπεινὴ καὶ ἀνελεύϑερος, Plat. Legg. VI, 774 c, u. öfter; im guten Sinne, καὶ κεκοσμημένος, Legg. IV, 716 a; gehorsam, ταπεινόν τινα παρέχειν, Xen. An. 2, 5, 12; – λόγοι μέτριοι καὶ ταπεινοί, Dem. 45, 5, u. öfter; vgl. πολλὰ ταπεινὰ καὶ δουλικὰ πράγματα τοὺς ἐλευϑέρους ἡ πενία βιάζεται ποιεῖν, 57, 45; ταπεινὸς τὴν γνώμην, Luc. somn. 9; – ταπεινὰ πράττειν, in schlechten Umständen sein, Plut. Thes. 6.
-
3 ὑπερ-βαίνω
ὑπερ-βαίνω (s. βαίνω), 1) darübergehen; – a) räumlich überschreiten, übersteigen; τεῖχος, Il. 12, 468; οἱ μὲν τεῖχος ὑπέρβασαν, = ὑπερέβησαν, 469; ὅϑ' ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν, Od. 8, 80. 16, 11; οὐχ ὑπερβαίνουσι τείχη ϑεοί, Eur. Bacch. 653, u. öfter; τοὺς οὔρους, Her. 6, 108; οὔρεα, 4, 25; von Flüssen, über die Ufer treten, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, 2, 13. 14; πάντες ἐξελϑεῖν καὶ ὑπερβῆναι τὰ τείχη, Thuc. 3, 20; τοὺς ὅρους, Plat. Legg. VIII, 143 c; – auch mit dem gen., τοῦ πύργου, Her. 3, 54; vgl. Eur. Ion 220. – b) übertreten, z. B. ein Gesetz, νόμους, Soph. Ant. 445. 477; absolut, fehlen, sündigen, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ καὶ ὁμάρτῃ, Il. 9, 501; vgl. Soph. ὅστις δ' ὑπερβὰς ἢ νόμους βιάζεται, Ant. 659; ὑπερβαίνοντες καὶ ἁμαρτάνοντες, Plat. Rep. II, 366 a; τὰς συνϑήκας, Pol. 3, 26, 4. – c) unbeachtet lassen, übergehen, τί, Her. 3, 89; Plat. Crat. 415 c Tim. 54 a; Dem. u. Folgde. – 2) darüber hinausgehen, übertreffen, besiegen; absolut, Theogn. 1009; Eur. Alc. 1080; τινά τινι, Einen worin, πάσῃ πάντας ἀνϑρώπους ὑπερβεβηκότες ἀρετῇ, Plat. Tim. 24 d; Sp., wie Pol. 12, 13, 1. 33, 12, 10. – 3) darüberstehen, zum Schutze, vertheidigen, τινί, τεκέεσσιν ὑπερβεβαῶτα, Opp. Hal. 1, 710. – 4) trans., im aor. I., Etwas darüber wegsetzen, tragen, heben, ὑπερβησάτω τὴν κνήμην ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευράς, den Schenkel über das Pferd weg an die rechte Seite setzen, Xen. Equit. 7, 2.
См. также в других словарях:
βιάζεται — βιάζω constrain pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JANUARIUS Mensis — a Iano dictus. Censorin. l. de Die Nat. c. 22. Ianuarius a Iano, cui attributus est, nomen traxit. Suaves autem sunt Graeci, qui sic dictum volunt qu. Α᾿ιωνάριον Suid. Αἰωνάριος, ὁ Ι᾿ανουάριος μὲν οῦτω Λογγίνος αὐτὸν ἑρμηνεῦσαι βιάζεται, ὡσανεὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
άβιαστος — η, ο [βιάζω] αυτός που δεν βιάζεται, ο αργός … Dictionary of Greek
αναθεμάτος — ο 1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος 2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον (πρβλ. «κάμε δουλειά καμουλειά καλειά, κακό χρόνο να χει κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό,… … Dictionary of Greek
ασπέδιστος — η, ο [σπεδίζω] 1. (για άλογα) εκείνος που δεν του έβαλαν λουριά στα πόδια («ασπέδιστο πουλάρι») 2. (για ανθρώπους) α) αυτός που δεν ανέχεται περιορισμούς β) όποιος δεν σπεύδει ή δεν βιάζεται να κάνει κάτι 3. (για νερό) εκείνος που δεν… … Dictionary of Greek
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek
ζοφοδορπίδας — και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α) 1. αυτός που δειπνάει στο σκοτάδι ή κρυφά («τοῡτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.) 2. (σε αντίθεση με τον τρεχέδειπνον*) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο δείπνο και βιάζεται… … Dictionary of Greek
κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… … Dictionary of Greek
κουτούκι — το 1. μικρή και συνήθως υπόγεια λαϊκή ταβέρνα 2. χοντρό απελέκητο ξύλο, κούτσουρο 3. καμένο κούτσουρο ελιάς 4. τυφλός, στραβός 5. κουτάβι 6. σχοινί με το οποίο δένουν το πλοίο από την πρύμνη στην ακτή 7. φρ. «έγινε κουτούκι στο μεθύσι» ήπιε πολύ… … Dictionary of Greek
οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek