Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βησσήεις

См. также в других словарях:

  • βησσήεις — βησσήεις, εσσα, εν (Α) [βήσσα]·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο φαράγγι 2. ο όμοιος με βήσσα …   Dictionary of Greek

  • βησσήεις — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βησσήεντα — βησσήεις of neut nom/voc/acc pl βησσήεις of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βησσήεντος — βησσήεις of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»