Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

βαῖνε

См. также в других словарях:

  • βαῖνε — βαίνω walk pres imperat act 2nd sg βαίνω walk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ααλτόνεν, Βάινε — (Wäinö Aaltonen, 1894 – 1966).Φιλανδός γλύπτης. Σπούδασε στη σχολή σχεδίου της Τουρκού, διαμόρφωσε όμως αυτόνομα την καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Η πρώτη περίοδος της δραστηριότητάς του χαρακτηρίζεται από σειρά γυναικείων προτομών γεμάτων… …   Dictionary of Greek

  • βαῖν' — βαῖνε , βαίνω walk pres imperat act 2nd sg βαῖνε , βαίνω walk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • εφηβικός — ή, ό (Α ἐφηβικός, ή, όν, δωρ. τ. ἐφαβικός) [έφηβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφήβους ή στην εφηβική ηλικία, νεανικός (α. «ἐφαβικὰ βαῑνε δ ἐς ἆθλα», Θεόκρ. β. «εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό κορμί το μεστωμένο», Ξενόπλ.) νεοελλ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»