-
1 βάτος
βάτος, Dornstrauch, stachliches Gewächs; übh. Dorn; βάτος Ἰδαία, Himbeerstrauch; Brombeerstrauch-------------------------------- -
2 βάτος
βάτος, ἡ, nach Schol. Theocr. 1, 132 bei Ar. auch ὁ, Dornstrauch, stachliches Gewächs, Od. 24, 230 κνημῖδας δέδετο, γραπτῦς ἀλεείνων, χειρῖδάς τ' ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκα, ἅπαξ εἰρημ.; αὐχμηρή Ep. ad. 704 ( App. 383); σκολιά Zenod. 2 (VII, 315); übh. Dorn, ἀντὶ ῥόδων τὴν βάτον οὐ δέχομαι Rufin. 38 (V, 28); βάτος Ἰδαία, Himbeerstrauch, Diosc.; Theophr. braucht es masc. gew. = Brombeerstrauch.
-
3 βατός
-
4 βάτος [2]
-
5 βατός
βατός, gangbar, ersteigbar; zu durchwaten -
6 ῥῑνό-βατος
ῥῑνό-βατος, ὁ, eine rauhe, stachlige Rochenart in der Mitte zwischen den Arten ῥίνη u. βάτος, Arist. H. A. 6, 11 Gener. anim. 2, 5; auch ῥινοβάται geschrieben.
-
7 προς-βατός
προς-βατός, zugänglich, erreichbar, τινί, Xen. An. 4, 3, 12. 8, 9 u. Sp.
-
8 παρά-βατος
παρά-βατος, poet. πάρβατος, übertreten, Διὸς οὐ πάρβατός ἐστιν μεγάλα φρήν, Aesch. Suppl. 1033. – Bei Soph. Ant. 866, κράτος παραβατὸν οὐδαμῇ πέλει, als adj. verb. zu παραβαίνω oxytonon.
-
9 πολύ-βατος
πολύ-βατος, viel gegangen, betreten, ἄστεος ὀμφαλόν, Pind. frg. 45.
-
10 χιονό-βατος
χιονό-βατος, wo man im Schnee geht, ὄρεα, Arr. lndic. 6.
-
11 χαμαί-βατος
χαμαί-βατος, ἡ, ein niedriges, an der Erde hinkriechendes Dorngewächs, vielleicht unser Brombeerstrauch, Theophr.
-
12 ψῡχο-διά-βατος
ψῡχο-διά-βατος, durch die Seele gehend, die Seele durchdringend, Sp.
-
13 κυνός-βατος
κυνός-βατος, ἡ, Hagebuttenstrauch, rubus caninus; Theocr. 5, 92; Ath. II, 70 a u. A.
-
14 καται-βατός
καται-βατός, poet. = καταβατός, herabsteigend worauf, wodurch man herabsteigen kann, καταιβαταὶ ϑύραι ἀνϑρώποισιν, Eingänge zum Herabsteigen für Menschen, Od. 13, 110.
-
15 κατα-βατός
κατα-βατός, herabgehend, abschüssig, Sp.
-
16 εὐρύ-βατος
εὐρύ-βατος, weit schreitend, ausgedehnt, Qu. Sm. 2, 282 u. a. sp. D.; vgl. Ar. Av. 233 u. N. pr.
-
17 εὐ-σύμ-βατος
εὐ-σύμ-βατος, leicht zusammengehend, passend, Eust.
-
18 εὐ-υπέρ-βατος
εὐ-υπέρ-βατος, leicht zu übersteigen, κοτύλη, über welche das Gelenk leicht hinaustritt u. ausgerenkt wird, Hippocr.
-
19 εὐ-από-βατος
εὐ-από-βατος, bequem zum Landen, νῆσος εὐαπο-βατωτέρα Thuc. 4, 30.
-
20 εὐ-επί-βατος
εὐ-επί-βατος, leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Uebertr., ἀσϑενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.
См. также в других словарях:
βάτος — 1 bramble fem nom sg βάτος 2 fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατός — passable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
βατός — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
βάτος — ο πληθ. οι βάτοι και τα βάτα 1. η βατομουριά. 2. κάθε θάμνος με αγκάθια: Μάτωσα τα πόδια μου στα αγκάθια των βάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατός — ή, ό αντιθ. άβατος αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασχίσει, να διαβεί, ο διαβατός: Το μονοπάτι στο βουνό είναι κακοτράχαλο αλλά βατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατά — βατός passable neut nom/voc/acc pl βατά̱ , βατός passable fem nom/voc/acc dual βατά̱ , βατός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατόν — βατός passable masc acc sg βατός passable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτε — βάτος 1 bramble fem voc sg βάτος 2 fish masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτοι — βάτος 1 bramble fem nom/voc pl βάτος 2 fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτους — βάτος 1 bramble fem acc pl βάτος 2 fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)