-
1 ἐπι-βατός
ἐπι-βατός, ersteigbar, Her. 4, 62 u. Folgde; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους, von wo ein Zugang war zu den anderen Inseln, Plat. Tim. 24 e; übertr., χρυσίῳ, dem Golde zugänglich, bestechlich, Plut. Dem. 14. – D. Cass. 14, 42 sagt ἐπιβατὴν Κελτικὴν ποιῆσαι.
-
2 εὐ-επί-βατος
εὐ-επί-βατος, leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Uebertr., ἀσϑενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.
-
3 δυς-επί-βατος
δυς-επί-βατος, schwer zu betreten, D. Sic. 1, 69.
-
4 ἀν-επί-βατος
ἀν-επί-βατος, unzugänglich, ἀνεπίβατον ποιεῖν τι, den Zugang zu etwas versperren, Plut. u. D. Sic.
-
5 βάτος
βάτος, ἡ, nach Schol. Theocr. 1, 132 bei Ar. auch ὁ, Dornstrauch, stachliches Gewächs, Od. 24, 230 κνημῖδας δέδετο, γραπτῦς ἀλεείνων, χειρῖδάς τ' ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκα, ἅπαξ εἰρημ.; αὐχμηρή Ep. ad. 704 ( App. 383); σκολιά Zenod. 2 (VII, 315); übh. Dorn, ἀντὶ ῥόδων τὴν βάτον οὐ δέχομαι Rufin. 38 (V, 28); βάτος Ἰδαία, Himbeerstrauch, Diosc.; Theophr. braucht es masc. gew. = Brombeerstrauch.
-
6 ἐπιβατός
ἐπι-βατός, ersteigbar; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους, von wo ein Zugang war zu den anderen Inseln; übertr., χρυσίῳ, dem Golde zugänglich, bestechlich -
7 ἀνεπίβατος
-
8 δυςεπίβατος
-
9 εὐεπίβατος
εὐ-επί-βατος, leicht zu besteigen, leicht zugänglich
См. также в других словарях:
ευεπίβατος — εὐεπίβατος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρεια («εὐεπίβατος λόφος», Στράβ.) 2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.) 3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί… … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek