-
81 διαβατός
-
82 δυςανάβατος
-
83 δύςβατος
-
84 δυςδιάβατος
-
85 δυςέκβατος
-
86 δυςέμβατος
δυς-έμ-βατος, worauf schwer zu fußen ist; schwer zu besteigen -
87 δυςεπίβατος
-
88 δυςπρόςβατος
-
89 δυςσύμβατος
δυς-σύμ-βατος, schwer übereinkommend, sich schwer vereinigend -
90 δυςυπέρβατος
-
91 εἰςβατός
-
92 ἐπιβατός
ἐπι-βατός, ersteigbar; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους, von wo ein Zugang war zu den anderen Inseln; übertr., χρυσίῳ, dem Golde zugänglich, bestechlich -
93 εὐαπόβατος
-
94 εὔβατος
-
95 εὐδιάβατος
εὐ-διά-βατος, leicht zu übergehen, zu passieren -
96 εὐέκβατος
εὐ-έκ-βατος, leicht heraus-, abgehend -
97 εὐέμβατος
εὐ-έμ-βατος, leicht hineingehend; mit bequemem Eingange -
98 εὐεπίβατος
εὐ-επί-βατος, leicht zu besteigen, leicht zugänglich -
99 εὐρύβατος
εὐρύ-βατος, weit schreitend, ausgedehnt -
100 εὐσύμβατος
εὐ-σύμ-βατος, leicht zusammengehend, passend
См. также в других словарях:
βάτος — 1 bramble fem nom sg βάτος 2 fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατός — passable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
βατός — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
βάτος — ο πληθ. οι βάτοι και τα βάτα 1. η βατομουριά. 2. κάθε θάμνος με αγκάθια: Μάτωσα τα πόδια μου στα αγκάθια των βάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατός — ή, ό αντιθ. άβατος αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασχίσει, να διαβεί, ο διαβατός: Το μονοπάτι στο βουνό είναι κακοτράχαλο αλλά βατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατά — βατός passable neut nom/voc/acc pl βατά̱ , βατός passable fem nom/voc/acc dual βατά̱ , βατός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατόν — βατός passable masc acc sg βατός passable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτε — βάτος 1 bramble fem voc sg βάτος 2 fish masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτοι — βάτος 1 bramble fem nom/voc pl βάτος 2 fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτους — βάτος 1 bramble fem acc pl βάτος 2 fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)