-
101 καταρριπτω
1) опрокидывать, ниспровергать, свергать(βουλήν Aesch.; τὰ βασίλεια Plut.)
2) разбивать, уничтожать(τοὺς πολεμίους Luc.)
3) пренебрегать, презирать(ἔπαινον, δόξαν Diod.)
-
102 κουφος
31) легкий, легковесныйβαρύτερα πρὸς κουφότερα Plat. — более тяжелое по сравнению с более легким;
κούφα σοι χθὼν ἐπὰνωθε πέσοι! Eur. — да будет легка тебе земля! (заключительная формула погребального обряда;ср. лат. sit tibi terra levis!);κουφότερα ὅπλα Xen. — легкое вооружение2) легковооруженный(στρατιά Plut.)
3) легко переваривающийся, удобоваримый(κρέας Arst.)
4) легко переносимый, необременительный(δεσπότης Men.; βασιλεία Isocr.)
ἥ εὔκλεια ὅσῳ ἂν πλείων ᾖ, τοσούτῳ καὴ κουφοτέρα φέρειν γίγνεται Xen. — чем больше слава, тем легче становится (ее) нести5) легкий, нетрудный(ὁδός Plut.)
6) легкий, подвижный(πήδημα Aesch.; ποδες Pind.; πούς Soph.; ἅλμα ποδῶν, βῆμα Eur.)
7) легкий, нежный(πνεύματα Soph.)
8) легкомысленный, безрассудный, пустой(φρένες Pind.; λόγοι Plat.)
9) пустой, призрачный(σκιά Soph.; ἐλπίς Thuc.)
10) незначительный, ничтожный(πρᾶγμα Plat., Plut.; ἁμάρτημα Plat.)
11) небольшой, короткий(γράμματα Eur.). - см. тж. κοῦφα и κοῦφον
-
103 μεσοβασιλεια
-
104 ολοκληρος
-
105 ποτιμος
21) годный для питья, питьевой(ὕδατα Her.)
τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων Polyb. — питьевая, т.е. пресная вода;κρήνη π. Polyb. — источник с годной для питья водой2) приятный, кроткий, мягкий(λόγος Plat.; βασιλεία Plut.)
-
106 φυσις
1) природные свойства, природа, характер(Αἰγύπτου Her.; ἥ εὐγενές φ. Soph.; αἱ φύσεις τῶν πολιτειῶν Isocr.)
μορφῆς φ. Aesch. — наружность;φύσεως ἰσχύς Thuc. — сила характера;φ. τῆς ψυχῆς Xen. — душевные качества;ἥ τοῦ αἵματος φ. Arst. — природные свойства крови;τῇ φύσει χρώμενος Plut. — следуя (своей) натуре;αἱ τοιαῦται φύσεις Soph. — подобные натуры (ср. 6)2) природа, естествоἡ τῶν πάντων φ. Xen. — вся природа, вселенная;
φύσει, οὐ νόμῳ Plat. — по природе, а не в силу (человеческого) установления;περὴ φύσεως ἄττα διερωτᾶν Plat. — расспрашивать о разных явлениях природы;οἱ περὴ φύσεως Arst. — естествоиспытатели;φύσει ἦν, ὥσπερ τὸ βαδίζειν Xen. — это было (столь же) естественно, как хождение;κατὰ φύσιν Plat. — согласно природе;παρὰ φύσιν Thuc. — вопреки природе;ὃ φύσιν ἔχει γίνεσθαι Polyb. — что обыкновенно бывает;οὐ γὰρ ἔχει φύσιν Plut. — ведь невозможно;κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι ; Her. — как возможно, чтобы (Геракл) перебил (такое) множество людей?3) вещество, материалκλίνης φ. τὸ ξύλον, ἀνδριάντος δ΄ ὅ χαλκός Arst. — вещество ложа - дерево, а статуи - медь
4) наружный вид, внешностьφύσιν τίν΄ εἶχε ; Soph. — какова была его наружность?
5) род, природаθνητέ φ. Soph. — род смертных, т.е. человеческий род;
ἥ τῶν θηλειῶν φ. Xen. — женский пол, женщины;πόντου εἰναλία φ. Soph. — животный мир морей;ἥ φ. τῶν πεζῶν (sc. ζῷων) Arst. — класс наземных животных6) создание, творение, существо, тварьφύσεις καρποφοροῦσαι Diod. — плодоносящие существа, т.е. растения;
7) происхождение, рождениеἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν ἔκ τε μητρός Soph. — (дочь) того же отца и той же матери;
φύσει νεώτερος Soph. — младший по рождению, т.е. годами;ἣ φύσει ἦν βασίλεια Soph. — которая была царственного происхождения;ὅ κατὰ φύσιν πατήρ Polyb. — родной отец8) (иногда описательно, для подчеркивания сущности предмета)καὴ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ΄ ὀργάνειας Soph. — ведь и самый камень ты мог бы вывести из терпения;
ἥ ὑγιείας φ. Plat. — самое здоровье, т.е. здоровье как таковое;πρὸς αἵματος φύσιν τις Soph. кто-л. — близкий по крови -
107 χωλος
31) хромоногий, хромой Hom., Her., Soph.χ. ἕτερον πόδα Hom. — хромой на одну ногу;
2) увечныйκατὰ χεῖρας χ. Plat. — с искалеченными руками
3) несовершенный, порочный(φύσις Plat.; βασιλεία Xen., Plut.)
4) стих. хромающий -
108 συνταγματικός
η, ό[ν] конституционный;συνταγματικό δικαίωμα — конституционное право;
συνταγματική βασιλεία — конституционная монархия
-
109 βασιλείαι
-
110 βασιλεῖαι
-
111 βασιλειάς
-
112 βασιλειᾶς
-
113 βασιλείην
βασίλειοςroyal: fem acc sg (epic ionic)βασιλείαkingdom: fem acc sg (epic ionic) -
114 βασιληίην
βασιληΐην, βασίλειοςroyal: fem acc sg (epic ionic)βασιληΐην, βασιλείαkingdom: fem acc sg (epic ionic) -
115 βασιληίης
βασιληΐης, βασίλειοςroyal: fem gen sg (epic ionic)βασιληΐης, βασιλείαkingdom: fem gen sg (epic ionic) -
116 βασιλισσών
βασίλισσαqueen: fem gen plβασιλείαkingdom: fem gen plβασιλίζωto be of the king's party: fut part act masc nom sg (epic doric) -
117 βασιλισσῶν
βασίλισσαqueen: fem gen plβασιλείαkingdom: fem gen plβασιλίζωto be of the king's party: fut part act masc nom sg (epic doric) -
118 βασιλίσσαις
βασίλισσαqueen: fem dat plβασιλείαkingdom: fem dat plβασιλίζωto be of the king's party: aor part act masc nom /voc sg (epic doric aeolic)βασιλίζωto be of the king's party: aor opt act 2nd sg (epic) -
119 βασιλίσση
βασίλισσαqueen: fem dat sg (attic epic ionic)βασιλείαkingdom: fem dat sg (attic epic ionic)βασιλίζωto be of the king's party: aor subj mid 2nd sg (epic)βασιλίζωto be of the king's party: aor subj act 3rd sg (epic)βασιλίζωto be of the king's party: fut ind mid 2nd sg (epic) -
120 βασιλίσσῃ
βασίλισσαqueen: fem dat sg (attic epic ionic)βασιλείαkingdom: fem dat sg (attic epic ionic)βασιλίζωto be of the king's party: aor subj mid 2nd sg (epic)βασιλίζωto be of the king's party: aor subj act 3rd sg (epic)βασιλίζωto be of the king's party: fut ind mid 2nd sg (epic)
См. также в других словарях:
βασιλεία — βασιλείᾱ , βασίλεια queen fem nom/voc/acc dual βασιλείᾱ , βασίλειος royal fem nom/voc/acc dual βασιλείᾱ , βασίλειος royal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱ , βασιλεία kingdom fem nom/voc/acc dual βασιλείᾱ , βασιλεία kingdom fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλείᾳ — βασιλείᾱͅ , βασίλεια queen fem dat sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱͅ , βασίλειος royal fem dat sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱͅ , βασιλεία kingdom fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλεια — queen fem nom/voc sg βασίλειον kingly dwelling neut nom/voc/acc pl βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλεία — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
βασιλεία — η 1. το αξίωμα του βασιλιά: Η βασιλεία είναι ισόβιο αξίωμα. 2. το πολίτευμα που έχει ανώτατο άρχοντα βασιλιά: Στις χώρες με βασιλεία ο βασιλιάς είναι ο ανώτατος άρχοντας. 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε το βασιλικό αξίωμα κάποιος: Επί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασίλεια — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
Βασιλεία του Θεού — Das Reich Gottes (hebr. מלכות malchut, griech. Βασιλεία του Θεού basileia tou theou) ist ein Begriff aus dem Tanach, der hebräischen Bibel. Er bezeichnet als Königtum einen Wesenszug, als Königreich einen räumlich vorgestellten Herrschaftsbereich … Deutsch Wikipedia
βασιλειᾷ — βασιλειάω aim at royalty pres subj mp 2nd sg βασιλειάω aim at royalty pres ind mp 2nd sg (epic) βασιλειάω aim at royalty pres subj act 3rd sg βασιλειάω aim at royalty pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στεφάνου, Βασιλεία — Ηθοποιός (1875 1943). Πρωτοεμφανίστηκε το 1897 και διακρίθηκε ως τραγωδός. Όταν ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο, (τότε Βασιλικό), προσλήφθηκε ως πρωταγωνίστρια. Οι αξιολογότερες ερμηνείες της ήταν στην τραγωδία Μερόπη του Δ. Βερναρδάκη και στο Όνειρο… … Dictionary of Greek
βασιλείας — βασιλείᾱς , βασίλεια queen fem acc pl βασιλείᾱς , βασίλεια queen fem gen sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱς , βασίλειος royal fem acc pl βασιλείᾱς , βασίλειος royal fem gen sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱς , βασιλεία kingdom fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλει' — βασίλεια , βασίλεια queen fem nom/voc sg βασίλειαι , βασίλεια queen fem nom/voc pl βασίλεια , βασίλειον kingly dwelling neut nom/voc/acc pl βασίλεια , βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλεια , βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλειε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)