-
121 βασιλίσσηι
βασιλίσσῃ, βασίλισσαqueen: fem dat sg (attic epic ionic)βασιλίσσῃ, βασιλείαkingdom: fem dat sg (attic epic ionic)βασιλίσσῃ, βασιλίζωto be of the king's party: aor subj mid 2nd sg (epic)βασιλίσσῃ, βασιλίζωto be of the king's party: aor subj act 3rd sg (epic)βασιλίσσῃ, βασιλίζωto be of the king's party: fut ind mid 2nd sg (epic) -
122 βασιλίσσης
βασίλισσαqueen: fem gen sg (attic epic ionic)βασιλείαkingdom: fem gen sg (attic epic ionic) -
123 βασίλισσα
βασίλισσαqueen: fem nom /voc sgβασιλείαkingdom: fem nom /voc sgβασιλίζωto be of the king's party: aor ind act 1st sg (epic) -
124 βασίλισσαι
βασίλισσαqueen: fem nom /voc plβασιλείαkingdom: fem nom /voc plβασιλίζωto be of the king's party: aor imperat mid 2nd sg (epic) -
125 βασίλισσαν
βασίλισσαqueen: fem acc sgβασιλείαkingdom: fem acc sgβασιλίζωto be of the king's party: aor ind act 3rd pl (epic) -
126 βασίλιτταν
βασίλισσαν, βασίλισσαqueen: fem acc sgβασίλισσαν, βασιλείαkingdom: fem acc sgβασίλισσαν, βασιλίζωto be of the king's party: aor ind act 3rd pl (epic) -
127 ευλογημένος
ευλογημένος, -η, -οблагословенный, благодатный:ευλογημένο το όνομα τού Κυρίου! Благословенно имя Господне!
«Ευλογημένη η βασιλεία...» — «Благословенно царство…» – возглас священника, с которого начинается Божественная Литургия
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ευλογημένος
-
128 μνήσθητί μου Κύριε
μνήσθητί μου Κύριε — помяни меня Господиμνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου (Λουκ. 23; 42) — помяни меня Господи, когда приидешь в Царствие Твое (Лк. 23; 42)
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μνήσθητί μου Κύριε
См. также в других словарях:
βασιλεία — βασιλείᾱ , βασίλεια queen fem nom/voc/acc dual βασιλείᾱ , βασίλειος royal fem nom/voc/acc dual βασιλείᾱ , βασίλειος royal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱ , βασιλεία kingdom fem nom/voc/acc dual βασιλείᾱ , βασιλεία kingdom fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλείᾳ — βασιλείᾱͅ , βασίλεια queen fem dat sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱͅ , βασίλειος royal fem dat sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱͅ , βασιλεία kingdom fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλεια — queen fem nom/voc sg βασίλειον kingly dwelling neut nom/voc/acc pl βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλεία — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
βασιλεία — η 1. το αξίωμα του βασιλιά: Η βασιλεία είναι ισόβιο αξίωμα. 2. το πολίτευμα που έχει ανώτατο άρχοντα βασιλιά: Στις χώρες με βασιλεία ο βασιλιάς είναι ο ανώτατος άρχοντας. 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε το βασιλικό αξίωμα κάποιος: Επί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασίλεια — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
Βασιλεία του Θεού — Das Reich Gottes (hebr. מלכות malchut, griech. Βασιλεία του Θεού basileia tou theou) ist ein Begriff aus dem Tanach, der hebräischen Bibel. Er bezeichnet als Königtum einen Wesenszug, als Königreich einen räumlich vorgestellten Herrschaftsbereich … Deutsch Wikipedia
βασιλειᾷ — βασιλειάω aim at royalty pres subj mp 2nd sg βασιλειάω aim at royalty pres ind mp 2nd sg (epic) βασιλειάω aim at royalty pres subj act 3rd sg βασιλειάω aim at royalty pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στεφάνου, Βασιλεία — Ηθοποιός (1875 1943). Πρωτοεμφανίστηκε το 1897 και διακρίθηκε ως τραγωδός. Όταν ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο, (τότε Βασιλικό), προσλήφθηκε ως πρωταγωνίστρια. Οι αξιολογότερες ερμηνείες της ήταν στην τραγωδία Μερόπη του Δ. Βερναρδάκη και στο Όνειρο… … Dictionary of Greek
βασιλείας — βασιλείᾱς , βασίλεια queen fem acc pl βασιλείᾱς , βασίλεια queen fem gen sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱς , βασίλειος royal fem acc pl βασιλείᾱς , βασίλειος royal fem gen sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱς , βασιλεία kingdom fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλει' — βασίλεια , βασίλεια queen fem nom/voc sg βασίλειαι , βασίλεια queen fem nom/voc pl βασίλεια , βασίλειον kingly dwelling neut nom/voc/acc pl βασίλεια , βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλεια , βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλειε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)