-
21 βασιλεία
-ας + ἡ N 1 13-115-33-200-86=447Gn 10,10; 14,1; 20,9; Nm 21,18; 24,7(bis)kingdom, dominion, reign Gn 10,10; position of queen Est 1,13οἱ ἐπὶ τῆς βασιλείας σου all who preside over your kingdom DnTh 6,8*1 Chr 4,23 ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ in his kingdom-מלכתו/ב for MT מלאכתו/ב for his work, in his serviceCf. SPICQ 1982 88.92; →LSJ RSuppl; NIDNTT; TWNT -
22 βασιλεία
царство, царствование, царская власть или владение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βασιλεία
-
23 βασίλεια
-
24 βασιλεία
царство, царская власть -
25 βασιλεία
A kingdom, dominion, Hdt.1.11, etc.;παιδὸς ἡ β. Heraclit.52
; hereditary monarchy, opp.τυραννίς, ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ β. Th.1.13
;βασιλείας εἴδη τέτταρα Arist.Pol. 1285b20
; ἡ πρώτη πολιτεία μετὰ τὰς β. after the age of monarchies, ib. 1297b17: metaph.,ἐποίησεν ἡμᾶς β. Apoc.1.6
;β. τῶν οὐρανῶν Ev.Matt.3.2
; τοῦ θεοῦ ib.6.33, etc.3 at Athens, the office of the archon βασιλεύς, Paus.1.3.1.4 [voice] Pass., being ruled by a king,τῆς ὑπ' ἐκείνου βασιλείας Isoc.9.43
.III reign, ib.331.40 (Pergam.), D.S.17.1, POxy.1257.7(iii A. D.); so αἱ β. the reigns of the Kings, title of book of VT; accession to the throne, BGU646.12 (ii A. D.).IV concrete, His Majesty, LXX 4 Ki.11.1, 1 Ma.6.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλεία
-
26 βασίλεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασίλεια
-
27 βασιλεία
reignΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βασιλεία
-
28 παμ-βασιλεία
παμ-βασιλεία, ἡ, Allherrschaft, unumschränkte Königsherrschaft; Arist. polit. 3, 11, 12; Themist. or. 18.
-
29 παμ-βασίλεια
παμ-βασίλεια, ἡ, Allherrscherinn; so heißen die Wolken, Ar. Nubb. 1150; Hera Ap. Rh. 4, 382; oft in Orph. H.
-
30 σῡκο-βασίλεια
σῡκο-βασίλεια, τά, Königsfeigen, eine edle Feigenart, die getrocknet βασιλίδες hießen, Ath. III, 78 a.
-
31 μεσο-βασιλεία
μεσο-βασιλεία, ἡ, interregnum, Plut. Numa.
-
32 μικρο-βασιλεία
μικρο-βασιλεία, ἡ, ein kleines Königreich, Eust. 76, 40.
-
33 βασιλείας
βασιλείᾱς, βασίλειαqueen: fem acc plβασιλείᾱς, βασίλειαqueen: fem gen sg (attic doric aeolic)βασιλείᾱς, βασίλειοςroyal: fem acc plβασιλείᾱς, βασίλειοςroyal: fem gen sg (attic doric aeolic)βασιλείᾱς, βασιλείαkingdom: fem acc plβασιλείᾱς, βασιλείαkingdom: fem gen sg (attic doric aeolic)βασιλείᾱς, βασιλειάωaim at royalty: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
34 βασίλει'
βασίλεια, βασίλειαqueen: fem nom /voc sgβασίλειαι, βασίλειαqueen: fem nom /voc plβασίλεια, βασίλειονkingly dwelling: neut nom /voc /acc plβασίλεια, βασίλειοςroyal: neut nom /voc /acc plβασίλεια, βασίλειοςroyal: neut nom /voc /acc plβασίλειε, βασίλειοςroyal: masc voc sgβασίλειε, βασίλειοςroyal: masc /fem voc sgβασίλειαι, βασίλειοςroyal: fem nom /voc pl -
35 βασιλείαι
βασιλείᾱͅ, βασίλειαqueen: fem dat sg (attic doric aeolic)βασιλείᾱͅ, βασίλειοςroyal: fem dat sg (attic doric aeolic)βασιλείᾱͅ, βασιλείαkingdom: fem dat sg (attic doric aeolic) -
36 βασιλείαν
βασιλείᾱν, βασίλειοςroyal: fem acc sg (attic doric aeolic)βασιλείᾱν, βασιλείαkingdom: fem acc sg (attic doric aeolic)βασιλείᾱν, βασιλειάωaim at royalty: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)βασιλείᾱν, βασιλειάωaim at royalty: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
37 βασιλείαις
βασίλειαqueen: fem dat plβασίλειοςroyal: fem dat plβασιλείαkingdom: fem dat pl -
38 βασιλείης
βασίλειαqueen: fem gen sg (epic ionic)βασίλειοςroyal: fem gen sg (epic ionic)βασιλείαkingdom: fem gen sg (epic ionic)βασιλειάωaim at royalty: imperf ind act 2nd sg (doric) -
39 βασίλειαι
βασίλειαqueen: fem nom /voc plβασίλειοςroyal: fem nom /voc pl -
40 βασίλειαν
βασίλειαqueen: fem acc sg
См. также в других словарях:
βασιλεία — βασιλείᾱ , βασίλεια queen fem nom/voc/acc dual βασιλείᾱ , βασίλειος royal fem nom/voc/acc dual βασιλείᾱ , βασίλειος royal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱ , βασιλεία kingdom fem nom/voc/acc dual βασιλείᾱ , βασιλεία kingdom fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλείᾳ — βασιλείᾱͅ , βασίλεια queen fem dat sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱͅ , βασίλειος royal fem dat sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱͅ , βασιλεία kingdom fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλεια — queen fem nom/voc sg βασίλειον kingly dwelling neut nom/voc/acc pl βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλεία — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
βασιλεία — η 1. το αξίωμα του βασιλιά: Η βασιλεία είναι ισόβιο αξίωμα. 2. το πολίτευμα που έχει ανώτατο άρχοντα βασιλιά: Στις χώρες με βασιλεία ο βασιλιάς είναι ο ανώτατος άρχοντας. 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε το βασιλικό αξίωμα κάποιος: Επί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασίλεια — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
Βασιλεία του Θεού — Das Reich Gottes (hebr. מלכות malchut, griech. Βασιλεία του Θεού basileia tou theou) ist ein Begriff aus dem Tanach, der hebräischen Bibel. Er bezeichnet als Königtum einen Wesenszug, als Königreich einen räumlich vorgestellten Herrschaftsbereich … Deutsch Wikipedia
βασιλειᾷ — βασιλειάω aim at royalty pres subj mp 2nd sg βασιλειάω aim at royalty pres ind mp 2nd sg (epic) βασιλειάω aim at royalty pres subj act 3rd sg βασιλειάω aim at royalty pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στεφάνου, Βασιλεία — Ηθοποιός (1875 1943). Πρωτοεμφανίστηκε το 1897 και διακρίθηκε ως τραγωδός. Όταν ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο, (τότε Βασιλικό), προσλήφθηκε ως πρωταγωνίστρια. Οι αξιολογότερες ερμηνείες της ήταν στην τραγωδία Μερόπη του Δ. Βερναρδάκη και στο Όνειρο… … Dictionary of Greek
βασιλείας — βασιλείᾱς , βασίλεια queen fem acc pl βασιλείᾱς , βασίλεια queen fem gen sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱς , βασίλειος royal fem acc pl βασιλείᾱς , βασίλειος royal fem gen sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱς , βασιλεία kingdom fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλει' — βασίλεια , βασίλεια queen fem nom/voc sg βασίλειαι , βασίλεια queen fem nom/voc pl βασίλεια , βασίλειον kingly dwelling neut nom/voc/acc pl βασίλεια , βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλεια , βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλειε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)