-
1 βαρύ-υπνος
βαρύ-υπνος, sehr schläfrig, Nonn. D. 18, 631.
-
2 βαρυ-ᾱής
-
3 βαρύϋπνος
βᾰρῠ-ϋπνος, ον,A sleeping heavily, Nonn.D.48.765.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύϋπνος
-
4 βαρύυπνος
-
5 βαρυαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυαής
-
6 тяжелый
тяжел||ыйприл1. βαρύς:\тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):\тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:\тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·4. (серьезный) σοβαρός:\тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:\тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά. -
7 тяжёлый
επ., βρ: -жл, -жела, -жело.1. βαρύς•тяжёлый камень βαριά πέτρα•
тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.
|| μεγάλος•-ые капли μεγάλες σταγόνες.
|| χοντρός•-ое платье βαρύ ένδυμα.
|| πυκνός•-ые тучи βαριά σύννεφα.
|| δύσπεπτος•-ая еда βαρύ φαγητό.
2. (απλ.) έγκυος.3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).4. ηχηρός•-ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•
-ая походка βαρύ βάδισμα.
|| άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая работа βαριά δουλειά•
-ые роды δύσκολος τοκετός•
тяжёлый год δύσκολος χρόνος•
-ая жизнь η δύσκολη ζωή•
-ая дорога δύσκολος δρόμος•
тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•
-ое дыхание δύσκολη αναπνοή•
-ые условия δύσκολες συνθήκες.
|| δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.
|| μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•-ые налоги βαριοί φόροι•
сон βαρύς ύπνος•
тяжёлый удар γερό χτύπημα•
-ое горе μεγάλη στενοχώρια•
тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.
|| αυστηρός• σκληρός•-ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).
|| σοβαρός, επικίνδυνος•-ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•
-ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).
6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•-ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.8. ογκώδης•-ые танки βαριά άρματα μάχης•
-ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.
εκφρ.- ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•- ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•-ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•- ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•- ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος. -
8 ῥέπω
Aῥέψω Hdt.7.139
, Paus.9.37.8: [tense] aor.ἔρρεψα Hp. Art.38
,48, Pl.Phlb. 46e; poet.ἔρεψα Cerc.4.32
:—turn the scale, sink, ἐτίταινε τάλαντα, ἕλκε δὲ μέσσα λαβών, ῥέπε δ' αἴσιμον ἦμαρ Ἀχαιῶν, implying defeat and death, Il.8.72;ῥέπε δ' Ἕκτορος αἴσιμον ἦμαρ 22.212
;τὸ τοῦδέ γ' αὖ ῥέπει Ar.Ra. 1393
;τοῦ ταλάντου τὸ ῥέπον κάτω βαδίζει τὸ δὲ κενὸν πρὸς τὸν Δία Id.Fr.488.4
, cf. Cerc. l.c.;τὸ μὲν κάτω ῥέπον.., βαρύ· τὸ δὲ ἄνω, κοῦφον Pl.Just. 373e
; ἀεὶ τοὐναντίον ῥ. Id.R. 550e, cf. Archim.Aequil.1 Praef.2 more generally, of things, incline one way or the other, ὅ τι πολλᾷ ῥέποι what is always shifling, never steady, Pi.O.8.23; βλεμμάτων ῥέπει βολή inclines downward, falls, of a young girl's eye, A.Fr. 242; ὕπνος ἐπὶ γλεφάροις ῥέπων sleep falling upon the eyes, Pi.P.9.25; ἐς τὸ λορδόν, κυφόν, Hp.Art.48;ῥ. πρὸς τὴν γῆν Arist.PA 686a32
, etc.3 of one of two contending parties, preponderate, prevail,ἐπὶ ὁκότερα [οἱ Ἀθηναῖοι] ἐτράποντο, ταῦτα ῥέψειν ἔμελλε Hdt.7.139
; μοι σκοπουμένῳ ἔρρεψε δεῖν on consideration [the opinion] that it was necessary prevailed, Pl.Ep. 328b;ἠθῶν.., ἃ ἂν ὥσπερ ῥέψαντα τἄλλα ἐφελκύσηται Id.R. 544e
.4 of persons, εὖ ῥέπει θεός is favourably inclined, A.Th.21; ἐπὶ τὸ πρηνές the doctor should incline towards ( prefer) pronation, Hp.Fract.1 (unless in signf. 2, the subject being τὴν χεῖρα); ῥ. ἐπὶ τὸ πείθεσθαι Isoc.15.4
;ἐπὶ τὸ λῆμμα D.18.298
;πρὸς τὴν ἀνδρείαν Pl.Plt. 308a
, cf. Lg. 802e; alsoῥ. ταῖς γνώμαις ἐπὶ τοὺς Ῥοδίους Plb.33.16.2
;εἴς τινα Luc.
Bis Acc.6; but νομίζων τούτους πλεῖστον ῥέπειν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν τῇ πόλει avail most, have the greatest influence, X.Lac.4.1, cf. Isyll.24; so also , cf. Phlb. 46e; ῥ. πρὸς [τὴν ἡδονήν] Arist.EN 1172a31;ῥ. πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν Id.Pol. 1293b20
.5 ῥ. εἴς τινα fall to, be directed towards, ; τοὔργον εἰς ἐμὲ ῥέπον that this deed points to me, S.OT 847.6 of events, fall, happen, in a certain way,φιλεῖ τοῦτο μὴ ταύτῃ ῥέπειν Id.Ant. 722
; τῇδε or ἐκείνῃ ῥ. Pl.Lg. 862c, Ti. 79e; ῥ. εἴς τι turn or come to something,συμφορὰν.. κακῶν ῥέπουσαν ἐς τὰ μάσσονα A.Pers. 440
; τὸ μηδὲν εἰς οὐδὲν ῥ. naught comes to naught, E.Fr. 532; ὁ χρησμὸς ἐς τοῦτο ῥ. Ar.Pl.51; ὁ γρῖφος ἐνταῦθα ῥ. Antiph.124.11.II trans., cause the scale to incline one way or the other, only in compds. ἐπιρρέπω, καταρρέπω, exc. that A. uses the [voice] Pass., τῶνδ' ἐξ ἴσου ῥεπομένων being equally balanced, Supp.405 (lyr.):—in B.16.25, ὅ τι μὲν ἐκ θεῶν μοῖρα παγκρατὴς ἄμμι κατένευσε καὶ Δίκας ῥέπει τάλαντον, ῥ. is prob. intrans. (sc. ἐπ' αὐτό). (Perh. cogn. with Lith. virpti 'quiver'.)
См. также в других словарях:
βάρυπνος — η, ο Ι. 1. αυτός που έχει βαρύ ύπνο, που κοιμάται βαριά και δεν ξυπνάει εύκολα 2. εκείνος που σηκώνεται βαρύς από τον ύπνο του 3. νυσταλέος, νυσταγμένος 4. το αρσ. ως ουσ. ο βαρύς ύπνος ||. επίρρ. βάρυπνα με βαρύ ύπνο … Dictionary of Greek
βαρυαής — βαρυαής, ές (Α) 1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» ύπνος με βαρύ φύσημα 2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βραχνάς — και σβραχνάς και βαρυπνάς, ο (Μ βαρυχνᾱς και βαρυπνᾱς) νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που προέρχεται από δυσπεψία ή άλλα παθολογικά αίτια, ενώ κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο… … Dictionary of Greek