-
1 βιβλος
ἥ1) кора, преимущ. папируса Plat.2) книга, сочинение Eur., Arst., Dem.3) книга, раздел, глава Polyb., Diod., Luc. -
2 Βίβλος
Βίβλος ηБиблия – Священное Писание, Ветхий и Новый Завет, см. γραφή 2 -
3 βίβλος
η1):λευκή (πρασίνη, κυανή, κίτρινη) βίβλος — полит. белая (зелёная, голубая, жёлтая) книга;
2) библия;3) бот. луб -
4 βίβλος
ἡ βίβλος книга (ср. τὰ βιβλία Библия; библиотека) -
5 βίβλος
{сущ., 13}книга, свиток.Ссылки: Мф. 1:1; Мк. 12:26; Лк. 3:4; 20:42; Деян. 1:20; 7:42; 19:19; Флп. 4:3; Откр. 3:5; 13:8; 20:15; 22:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βίβλος
-
6 βίβλος
{сущ., 13}книга, свиток.Ссылки: Мф. 1:1; Мк. 12:26; Лк. 3:4; 20:42; Деян. 1:20; 7:42; 19:19; Флп. 4:3; Откр. 3:5; 13:8; 20:15; 22:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βίβλος
-
7 βίβλος
книга, свиток.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βίβλος
-
8 Βίβλος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Βίβλος
-
9 Βίβλος
[вивлос] ουσ. θ. БиблияΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Βίβλος
-
10 Βίβλος
[вивлос] ουσ θ Библия. -
11 ανεκδοτος
-
12 βυβλος
v. l. βίβλος ἥβ. στεφανωτρίς Plut. предполож. — папирус, пригодный для плетения венков
2) волокна папируса3) писчая бумага из папируса4) книга(ἐκ βύβλου καταλέγειν τι Her.)
-
13 εγκυμων
1) беременная(ἐ. ὑπό τινος γενομένη κόρα Arst.; κύνες Xen.; βοῦς Plut.; перен. οὐ κενός, ἀλλ΄ ἐ. Plat.)
2) плодоносный(γῆ Plat.)
3) чреватый, переполненный(βίβλος κρατερῶν καμάτων Anth.)
ἐ. ἵππος τευχέων Eur. — наполненный доспехами конь, т.е. наполненный вооруженными ахейцами троянский конь -
14 εφημερις
- ίδος ἥ (sc. βίβλος)1) pl. эфемериды, дневник Plut.2) pl. приходо-расходные поденные записи Plut., Diog.L. -
15 Θηβαις
-
16 νεανις
-
17 πεντατευχος
-
18 πολυιστωρ
-
19 στεφανωτρις
(βίβλος Plut.)
-
20 στιζω
(fut. στίξω, aor. ἔστιξα; pf. pass. ἔστιγμαι; adj. verb. στικτός)1) покрывать порезами или уколами (татуировкой), татуировать(τέν κεφαλήν Her.)
τὸ ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται Her. — (у фракийцев) татуировка считается признаком благородного происхождения;ἐστιγμένος ἀνθέμιον Xen. — покрытый татуировкой в виде цветов;στίζεσθαι βακτηρίᾳ Arph. — быть исполосованным палкой2) накладывать клеймо, клеймить(τινά Her., Arph.; δραπέτης ἐστιγμένος Arph.)
σ. τινὰ στίγματα Her. — накладывать на кого-л. клейма3) выжигать или накалывать(γλαῦκας εἰς τὰ μέτωπα Plut.)
4) грам. расставлять знаки препинания(βίβλος ἐστιγμένη Anth.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βίβλος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλος — I Η Αγία Γραφή (βλ. λ.). II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. * * * η (AM βίβλος, Α και βύβλος) Βίβλος, η τα βιβλία της Αγίας Γραφής … Dictionary of Greek
βίβλος — η 1. η φλούδα του φυτού πάπυρος. 2. συλλογή επίσημων εγγράφων που αναφέρονται σε κάποιο διπλωματικό ζήτημα και στοχεύει στη διαφώτιση της κοινής γνώμης: Τα εγκλήματα του β΄ παγκόσμιου πόλεμου εκδόθηκαν σε μαύρη βίβλο. 3. η Αγία Γραφή: Ξέρει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίβλος ή βιβλική ζώνη — (Βιολ.). Δευτερογενής ιστός στους βλαστούς και στις ρίζες των φυτών, ο οποίος παράγεται από το κάμβιο και αποτελείται από ηθμώδη αγγεία (ηθμοσωλήνες), συνοδευόμενα από βιβλικές ίνες και βιβλικό παρέγχυμα. Γενικά, σχηματίζει φυλλοειδή στρώματα, με … Dictionary of Greek
Βίβλος, Χρυσή — (Libro d’ Oro). Επίσημο βιβλίο πολλών, κυρίως αυτόνομων πόλεων της Ιταλίας· ουσιαστικά, ένας κατάλογος ονομάτων των ευγενών οικογενειών, στον οποίο τα ονόματα και τα επώνυμά τους ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα. Η X.Β. καθόριζε έτσι επίσημα τη… … Dictionary of Greek
Χρυσή Βίβλος — Βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν στη Βενετία τα ονόματα των ευγενών. Η ελληνική ονομασία είναι μετάφραση του ιταλικού Libro d’Oro (Λίμπρο ντ’ Όρο). Στη X.Β. επί ενετοκρατίας είχαν συμπεριληφθεί και πολλά ονόματα Επτανησίων και Κρητικών, στους… … Dictionary of Greek
βίβλε — βίβλος fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοι — βίβλος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοιο — βίβλος fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοις — βίβλος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοισι — βίβλος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)