Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στεφανωτρίς

См. также в других словарях:

  • στεφανωτρίς — ίδος, ἡ, Α 1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε στέφανο ή στέμμα 2. κατάλληλη για την κατασκευή στεφάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανῶ + επίθημα τρίς (θηλ. τού τής), πρβλ. κληρω τρίς] …   Dictionary of Greek

  • στεφανωτρίδα — στεφανωτρίς of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτρίδας — στεφανωτρίς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτρίδι — στεφανωτρίς of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτρίδος — στεφανωτρίς of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτίς — ίδος, ἡ, Α στεφανωτρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανώ + κατάλ. τις (θηλ. τού τής), πρβλ. λιβανω τίς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»