Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βέβρῡχα

См. также в других словарях:

  • βέβρυχα — βέβρῡχα , βρυχάομαι roar perf ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐμβεβρυχότος — ἐν βέβρυχα perf part act masc/neut gen sg (epic) ἐμβεβρῡχότος , ἐν βρυχάομαι roar perf part act masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»