Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βάφω

  • 1 βαφώ

    βάπτω
    dip: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > βαφώ

  • 2 βαφῶ

    βάπτω
    dip: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > βαφῶ

  • 3 βάφω

    [вафо] ρ красить, окрашивать.

    Эллино-русский словарь > βάφω

  • 4 βάφω

    pintar

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > βάφω

  • 5 βάφω

    peindre

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > βάφω

  • 6 βάφω

    malować czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > βάφω

  • 7 βάφω

    1) barvit
    2) kreslit
    3) líčit
    4) malovat
    5) nalíčit
    6) namalovat
    7) natírat
    8) natřít
    9) omalovat
    10) popisovat
    11) vymalovat

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > βάφω

  • 8 βάφω

    1) dye
    2) paint

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βάφω

  • 9 βάφτω

    βάφω (αόρ. έβαψα, παθ. αόρ. βάφτηκα) 1. μετ.
    1) красить, окрашивать;

    βάφτω τα χείλη — красить губы;

    βάφτω τα παπούτσια — чистить ботинки (кремом);

    βάφτω τα χέρια στο αίμα — обагрить руки кровью;

    2) закалять (железо);
    § θάν τα βάψω μαδρα ирон. стану я плакать; 2. αμετ. краситься, окрашиваться;

    βάφομαι — краситься, подкрашиваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάφτω

  • 10 βάπτω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάπτω

  • 11 έξω

    1. πρόθ. I με γεν.
    1) вне, за пределами (чего-л.);

    έξω της οικίας — вне дома;

    2) перен. сверх, выше (чего-л.);

    αυτό είναι έξω των δυνατοτήτων μου — это выше моих возможностей;

    II με αιτιατ.:

    έξω από

    1) — вне, за пределами (чего-л.);

    έξω από το σπίτι — вне дома;

    2) кроме, за исключением;

    έξω από λίγα αυγά δεν εμεινε τίποτε άλλο — ничего не осталось, кроме нескольких яиц;

    3) подольше от (кого-чего-л.);

    έξω από μας ( — или από λόγου μας) — подальше бы от нас;

    § έξω τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;

    έξω πάσης λογικής — против всякой логики;

    γίνομαι ( — или είμαι) έξω φρενών ( — или εμαυτού) — выходить из себя, быть вне себя от злости;

    είμαι έξω από κάθε υπόνοια — быть вне всякого подозрения;

    τα λέω έξω από τα δόντια — говорить всё в лицо, напрямик, высказывать всё в глаза;

    αυτό πιά είναι έξω από τα όρια — это уж сверх (всякой) меры; — это уж чересчур;

    2. επίρρ.
    1) вовне, наружу;

    κυττάζω έξωсмотреть наружу (на улицу и т. п.);

    πάμε έξω — выйдем во двор, пошли на улицу;

    σκύβω έξω — высунуться наружу;

    2) снаружи, вне помещения; на улице;

    όλη τη νύχτα μείναμε έξω — всю ночь мы были на у'лице;

    μένω στο βαπόρι, δεν βγαίνω έξω — оставаться на пароходе, не сходить на берег;

    3) за границей;

    σπουδάζω έξω — учиться за границей;

    τα λεμόνια τα στέλνουν έξω — лимоны отправляют за границу;

    4):

    από έξω — а) с наружной стороны, снаружи;

    βάφω το σπίτι απ' έξω — покрасить дом снаружи; — б) наизусть, на память;

    μαθαίνω ( — или ξέρω) κάτι απ' έξωвыучить (или знать) что-л, наизусть; — в):

    απ' έξω -άπ'έξω — а) стороной; — б) незаметно, намёками;

    του τώφερε απ'έξω-απ'έξω — он ловко дал ему понять;

    § έξω - έξω на самом краю;

    έξω! вон!;

    έξω από δω! — вон отсюда!;

    έξω φτώχεια! — с бедностью покончено!;

    έξω νού! — выбрось всё из головы!; — плюнь (ты) на всё (разг);

    βγάζω κάποιον έξω — прогонять, выгонять кого-л.;

    ρίχνω έξω (τη βάρκα, το πλοίο) — сажать на мель (лодку, ко-

    робль);

    τό ρίχνω έξω — пуститься в разгул;

    γυρίζω τα μέσα έξω — выворачивать наизнанку;

    μιά κι' έξω — разом;

    πέφτω έξωа) прям., перен. садиться на мель; — б) ошибиться, просчитаться;

    απ' έξω κούκλα και μέσα πανούκλα — погов, сверху шёлк, а в брюхе щёлк;

    3. (τό) внешний вид, наружная сторона (чего-л.);

    § είμαι στα μέσα και στα έξω — быть важной фигурой;

    τό έξω τ' αυγού και το μέσα τής ελιάς — погов. т тебе боже, что мне не тоже;

    4. επίθ, άκλ.
    1) прям., перен. внешний;

    η έξω γωνία — внешний угол;

    τα έξω πράγματα ( — или η έξω κατάσταση) — внешнеполитическая ситуация;

    2) живущий за рубежом, вне страны;

    ο έξω ελληνισμός — греки, живущие вне Греции

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξω

  • 12 ματ

    I ακλ. 1. επίθ. матовый;

    χαρτί ματ — матовая бумага;

    τό χρώμα ματ τού προσώπου — матовая кожа лица;

    матовое стекло;
    2. (τό) мат, матовость;

    βάφω ματнанести мат (на стекло), сделать матовым (стекло)

    ματ2
    II τό άκλ. шахм, мат;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ματ

См. также в других словарях:

  • βάφω — βάφω, έβαψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • βάφω — έβαψα, βάφτηκα και βάφηκα, ομαι, βαμμένος 1. χρωματίζω, μπογιατίζω: Όλα είναι άνω κάτω γιατί βάφω το σπίτι. 2. φτιασιδώνομαι, φτιάχνομαι και καλλωπίζομαι: Όταν βάφεσαι πολύ, το πρόσωπό σου φαίνεται σαν μάσκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαφῶ — βάπτω dip aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστιμμίζω — Μ βάφω κάτι ολόγυρα με στίμμι, βάφω με μαύρο χρώμα γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιμμίζω «βάφω»] …   Dictionary of Greek

  • αιματοβάφω — 1. βάφω με αίμα, καταματώνω 2. προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + βάφω. ΠΑΡ. αιματοβαμμένος, αιματοβαφής] …   Dictionary of Greek

  • ερυθροδανώ — ἐρυθροδανῶ, όω (Α) [ερυθρόδανον] βάφω με το φυτό ερυθρόδανο, βάφω κάτι κόκκινο …   Dictionary of Greek

  • καθυποστιβίζω — (Μ) (επιτατ. τού υποστιβίζω) βάφω το κάτω μέρος και τα γύρω με το χρώμα στίβι* («καθυποστιβισμένος τὼ ὀφθαλμώ», Νικ. Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο στιβίζω «βάφω με το χρώμα στίβι»] …   Dictionary of Greek

  • καταβάπτω — (AM) 1. καταβυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω 2. διαποτίζω κάτι με βαφή, βάφω, χρωματίζω 3. βάφω με κόκκινο χρώμα, κοκκινίζω 4. παράγω κάτι με βαφή («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.) …   Dictionary of Greek

  • μιλτοβαφώ — έω βάφω ή ζωγραφίζω με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + βαφώ (< βάφος)] …   Dictionary of Greek

  • παραβάπτω — Α 1. βάφω κοντά σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον 2. βάφω με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο χρώμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»