-
1 βαφώ
-
2 βαφῶ
-
3 βάφω
[вафо] ρ красить, окрашивать. -
4 βάφω
pintar -
5 βάφω
peindre -
6 βάφω
malować czas. -
7 βάφω
-
8 βάφω
1) dye2) paintΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βάφω
-
9 βάφτω
βάφω (αόρ. έβαψα, παθ. αόρ. βάφτηκα) 1. μετ.1) красить, окрашивать;βάφτω τα χείλη — красить губы;
βάφτω τα παπούτσια — чистить ботинки (кремом);
βάφτω τα χέρια στο αίμα — обагрить руки кровью;
2) закалять (железо);§ θάν τα βάψω μαδρα ирон. стану я плакать; 2. αμετ. краситься, окрашиваться;βάφομαι — краситься, подкрашиваться
-
10 βάπτω
-
11 έξω
1. πρόθ. I με γεν.1) вне, за пределами (чего-л.);έξω της οικίας — вне дома;
2) перен. сверх, выше (чего-л.);αυτό είναι έξω των δυνατοτήτων μου — это выше моих возможностей;
II με αιτιατ.:1) — вне, за пределами (чего-л.);έξω από
έξω από το σπίτι — вне дома;
2) кроме, за исключением;έξω από λίγα αυγά δεν εμεινε τίποτε άλλο — ничего не осталось, кроме нескольких яиц;
3) подольше от (кого-чего-л.);έξω από μας ( — или από λόγου μας) — подальше бы от нас;
§ έξω τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;
έξω πάσης λογικής — против всякой логики;
γίνομαι ( — или είμαι) έξω φρενών ( — или εμαυτού) — выходить из себя, быть вне себя от злости;
είμαι έξω από κάθε υπόνοια — быть вне всякого подозрения;
τα λέω έξω από τα δόντια — говорить всё в лицо, напрямик, высказывать всё в глаза;
αυτό πιά είναι έξω από τα όρια — это уж сверх (всякой) меры; — это уж чересчур;
2. επίρρ.1) вовне, наружу;κυττάζω έξω — смотреть наружу (на улицу и т. п.);
πάμε έξω — выйдем во двор, пошли на улицу;
σκύβω έξω — высунуться наружу;
2) снаружи, вне помещения; на улице;όλη τη νύχτα μείναμε έξω — всю ночь мы были на у'лице;
μένω στο βαπόρι, δεν βγαίνω έξω — оставаться на пароходе, не сходить на берег;
3) за границей;σπουδάζω έξω — учиться за границей;
τα λεμόνια τα στέλνουν έξω — лимоны отправляют за границу;
4):από έξω — а) с наружной стороны, снаружи;
βάφω το σπίτι απ' έξω — покрасить дом снаружи; — б) наизусть, на память;
απ' έξω -άπ'έξω — а) стороной; — б) незаметно, намёками;
του τώφερε απ'έξω-απ'έξω — он ловко дал ему понять;
§ έξω - έξω на самом краю;
έξω! вон!;
έξω από δω! — вон отсюда!;
έξω φτώχεια! — с бедностью покончено!;
έξω νού! — выбрось всё из головы!; — плюнь (ты) на всё (разг);
βγάζω κάποιον έξω — прогонять, выгонять кого-л.;
ρίχνω έξω (τη βάρκα, το πλοίο) — сажать на мель (лодку, ко-
робль);τό ρίχνω έξω — пуститься в разгул;
γυρίζω τα μέσα έξω — выворачивать наизнанку;
μιά κι' έξω — разом;
απ' έξω κούκλα και μέσα πανούκλα — погов, сверху шёлк, а в брюхе щёлк;
3. (τό) внешний вид, наружная сторона (чего-л.);§ είμαι στα μέσα και στα έξω — быть важной фигурой;
τό έξω τ' αυγού και το μέσα τής ελιάς — погов. т тебе боже, что мне не тоже;
4. επίθ, άκλ.1) прям., перен. внешний;η έξω γωνία — внешний угол;
τα έξω πράγματα ( — или η έξω κατάσταση) — внешнеполитическая ситуация;
2) живущий за рубежом, вне страны;ο έξω ελληνισμός — греки, живущие вне Греции
-
12 ματ
I ακλ. 1. επίθ. матовый;χαρτί ματ — матовая бумага;
τό χρώμα ματ τού προσώπου — матовая кожа лица;
τό γυαλί ματ
матовое стекло;2. (τό) мат, матовость;βάφω ματ — нанести мат (на стекло), сделать матовым (стекло)
ματ2II τό άκλ. шахм, мат;κάνω ματ2 — объявлять мат
См. также в других словарях:
βάφω — βάφω, έβαψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
βάφω — έβαψα, βάφτηκα και βάφηκα, ομαι, βαμμένος 1. χρωματίζω, μπογιατίζω: Όλα είναι άνω κάτω γιατί βάφω το σπίτι. 2. φτιασιδώνομαι, φτιάχνομαι και καλλωπίζομαι: Όταν βάφεσαι πολύ, το πρόσωπό σου φαίνεται σαν μάσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφῶ — βάπτω dip aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστιμμίζω — Μ βάφω κάτι ολόγυρα με στίμμι, βάφω με μαύρο χρώμα γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιμμίζω «βάφω»] … Dictionary of Greek
αιματοβάφω — 1. βάφω με αίμα, καταματώνω 2. προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + βάφω. ΠΑΡ. αιματοβαμμένος, αιματοβαφής] … Dictionary of Greek
ερυθροδανώ — ἐρυθροδανῶ, όω (Α) [ερυθρόδανον] βάφω με το φυτό ερυθρόδανο, βάφω κάτι κόκκινο … Dictionary of Greek
καθυποστιβίζω — (Μ) (επιτατ. τού υποστιβίζω) βάφω το κάτω μέρος και τα γύρω με το χρώμα στίβι* («καθυποστιβισμένος τὼ ὀφθαλμώ», Νικ. Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο στιβίζω «βάφω με το χρώμα στίβι»] … Dictionary of Greek
καταβάπτω — (AM) 1. καταβυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω 2. διαποτίζω κάτι με βαφή, βάφω, χρωματίζω 3. βάφω με κόκκινο χρώμα, κοκκινίζω 4. παράγω κάτι με βαφή («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.) … Dictionary of Greek
μιλτοβαφώ — έω βάφω ή ζωγραφίζω με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + βαφώ (< βάφος)] … Dictionary of Greek
παραβάπτω — Α 1. βάφω κοντά σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον 2. βάφω με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο χρώμα … Dictionary of Greek