-
1 βάρδιστος
-
2 βαρδιστος
эп. (= βράδιστος) superl. к βραούς -
3 βάρδιστος
βάρδιστοςmasc nom sg -
4 βάρδιστος
βάρδιστος, η, ον, poet. for βράδιστος, [comp] Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: [comp] Comp.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάρδιστος
-
5 βάρδιστος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βάρδιστος
-
6 βαρδύτεροι
βάρδιστοςmasc nom /voc pl -
7 βάρδιστοι
βάρδιστοςmasc nom /voc pl -
8 βάρδισται
βάρδιστοςfem nom /voc pl -
9 βραδύς
βραδύς, εῖα, ύ, langsam; βραδέες ἵπποι Iliad. 8, 104; Gegensatz ὠκύς Odyss. 8, 329 κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν, ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, ὠκύτατόν περ ἐόντα ϑεῶν; Gegensatz ταχύς Plat. Tim. 80 a; ϑᾶττον καὶ βραδύτερον Phil. 25 c; ὀξύς Thuc.; ποδωκέστατοι – βραδύτατοι Xen. Cyn. 5, 17; τὸ βραδύ, die Langsamkeit, Plat. Legg. VI, 766 e; c. inf., ὠφελεῖν πάτραν, saumselig, Eur. bei Ar. Ran. 1427. – Vom Geiste, dem ἀγχίνους entgeggstzt, Plat. Phaedr. 239 a; vgl. Iliad. 10, 226. – Von der Zeit, spät, Thuc. 7, 43; σὺν χρόνῳ βραδεῖ μολών Soph. Tr. 395; ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Heliod. 2, 29; βραδέως τῆς ἡμέρας D. L. 2, 139. – Comparat. gew. βραδύτερος, βραδύτατος; auch βραδίων, Hes. O. 526; Plut. Fab. 12; βράσσων (aus βραδίων) Hom. Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις; aber Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῠ ἐλάσσων. οὐδαμοῠ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦϑα κέχρηται τῇ λέξει. Vgl. unter βράζω, βραχύς und βράσσων. – Superl. βράδιστος, E. M.; βάρδιστος, s. oben besonders.
-
10 βραδιστος
-
11 βραδυς
- εῖα -ύ (compar. βραδύτερος - Theocr. βαρδύτερος - и βραδίων, superl. βραδύτατος - Arph. βράδιστος, эп. βάρδιστος)1) медленный, медлительный, неторопливый(ἵπποι Hom.; λαγὼς ἕλειος Xen.; φορά Arst.; φθόγγοι Plat.)
2) плохо или медленно соображающий, непонятливый, туповатый(ἐπιλήσμων καὴ β. Arph.)
προνοῆσαι β. τι Thuc. — не умеющий предвидеть что-л.3) запоздалыйβ. γενέσθαι Thuc. — запоздать;
σὺν χρονῳ βραδεῖ Soph. — поздно -
12 βραδύς
Aβραδύτερος Th.4.8
; metath.βαρδύτερος Theoc.29.30
;βραδίων Artem.1.70
: [comp] Sup.βραδύτατος Ar.Fr. 357
, also βράδιστος (metath.βάρδιστος Il.23.310
, 530, Doroth(?).ap.Heph. Astr.3.30) Aret.SD1.6,βραδίστατος Ael.Fr. 325
:— slow,κιχάνει τοι β. ὠκύν Od.8.329
, etc.: c. inf., ἀλλά τοι ἵπποι βάρδιστοι θείειν slowest at running, Il.23.310;β. λέγειν E.HF 237
, etc.; τὸ β. delay, Pl.Lg. 766e. Adv.βραδέως, χωρεῖν Th.5.70
; , etc.: [comp] Comp.- ύτερον Hp.Prog.22
, Pl.Tht. 190a;βραδυτέρως Aen.Tact.16.12
; , Sor.1.117 (condemned by Luc.Sol.7): [comp] Sup. .2 of the mind, dull, sluggish,ἐπιλήσμων καί β. Ar.Nu. 129
; opp. ἀγχίνους, Pl.Phdr. 239a; βράδιστοι τὴν γνώμην Aret.l.c.: c. inf.,προνοῆσαι βραδεῖς Th.3.38
; τὸ β. καὶ μέλλον slowness and deliberation, Th.1.84. Adv. βραδέως, βουλεύεσθαι ib.78;β. ὀλίγην ὀργὴν ποιεῖσθαι Pl.Phdr. 233c
.3 in Egypt, of illiterates, βραδέως, βραδύτερον γράφειν, PTeb.316.101 (i A. D.), PRyl.173.13 (i A. D.); alsoβραδέα γράφουσα BGU446.19
(ii A. D.).II of Time, tardy, late,σὺν χρόνῳ β. μολών S.Tr. 395
, cf. Th.7.43;βραδεῖαν.. ὁδὸν πέμπων S.Aj. 738
. Adv.,ἕως βραδέως ἦν τῆς ἡμέρας D.L.2.139
: neut. as Adv.,ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Hld.2.29
; l.c. -
13 βραδύς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βραδύς
-
14 βραδύς
Grammatical information: adj.Meaning: `slow' (Il.).Other forms: Comp. βραδύτερος, - τατος, also βραδίων, βάρδιστος and βραδίστατος (Ael.); Seiler, Steigerungsformen 56f.Derivatives: βραδυτής, - τῆτος `slowness' (Il.; on the accent Schwyzer 382), βράδος `id.' (X.; after τάχος). Denomin. βραδύνω `retard' (A.).Etymology: Can be identical with Lith. gurdùs `slow', Latv.. gur̃ds `tired' as *gʷr̥dús (Fraenkel, Phil. 97, 172; KZ 69, 76ff.). Walter KZ 11, 437 connects Lat. gurdus `dolt, heavy'; criticism by Fraenkel l.c.Page in Frisk: 1,262-263Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βραδύς
См. также в других словарях:
βάρδιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρδύτεροι — βάρδιστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρδισται — βάρδιστος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρδιστοι — βάρδιστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)