-
1 θνησιμαῖος
θνησ-ῐμαῖος, α, ον, neut. as Subst. [suff] θνης-αῖον, τό,= foreg., LXX 3 Ki.13.25, al.; τῶν θ. οὐχ ἅψεσθε ib.Le.11.8, cf. Hierocl. in CA26p.480M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θνησιμαῖος
См. также в других словарях:
προελευσιμαίος — ον, Μ (σχετικά με επίσημη πομπή) προπορευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προέλευσις + κατάλ. ιμαῖος (βλ. λ. αίος), πρβλ. θνησ ιμαίος] … Dictionary of Greek