-
1 καταβολαῖον
καταβολ-αῖον, τό,A storehouse, PFay.110.6, 30 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβολαῖον
См. также в других словарях:
καταβολαίον — καταβολαῑον, τὸ (Α) αποθήκη εμπορευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ τού καταβάλλω με τη σημ. «αποθηκεύω» + κατάλ. αῖον (πρβλ. κρηπιδ αίον, νυμφ αίον)] … Dictionary of Greek