-
1 αύθ'
αὖθι, αὖθιon the spot: indeclform (adverb)αὖτε, αὖτεagain: indeclform (adverb)——————αὑτά, ἑαυτοῦStadtrecht von Gortyn: neut acc plαὑτά̱, ἑαυτοῦStadtrecht von Gortyn: fem acc dualαὑτό, ἑαυτοῦStadtrecht von Gortyn: neut acc sg——————αὗται, οὗτοςthis: fem nom /voc pl——————αὐτά, αὐτόςself: neut nom /voc /acc plαὐτά̱, αὐτόςself: fem nom /voc /acc dualαὐτά̱, αὐτόςself: fem nom /voc sg (doric aeolic)αὐτό, αὐτόςself: neut nom /voc /acc sgαὐτέ, αὐτόςself: masc voc sgαὐταί, αὐτόςself: fem nom /voc pl -
2 αὖθ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὖθ
-
3 αὔθ'
Βλ. λ. αύθ' -
4 αὕθ'
Βλ. λ. αύθ' -
5 αὖθ'
Βλ. λ. αύθ' -
6 αὗθ'
Βλ. λ. αύθ' -
7 αὐθαίμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαίμων
-
8 αὐθόρμητος
αὐθ-όρμητος, ον,A self-impelled, Eustr. in EN33.29, Eust.1148.13. Adv.- τως Id.1370.23
:—also [suff] αὐθ-ορμητικῶς Sch.E.Hec. 1227.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθόρμητος
-
9 αὐθωρός
αὐθ-ωρός, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθωρός
-
10 αὐθαίρετος
αὐθ-αίρετος, ον,A self-chosen, self-elected,στρατηγοί X.An. 5.7.29
; στεφανηφόρος voluntary, i.e. undertaking the duty at one's own expense, Ath.Mitt.36.159 (Syros, ii A. D.), cf. IG12(5).660,668;γυμνασίαρχος OGI583.8
;συνήγορος POxy.1242.10
. Adv.- τως Inscr.Magn.163.15
, PLond. 2.280.7 (i A. D.).II by free choice, of one-self, E.Supp. 931;αὐ. ἐξῆλθε 2 Ep.Cor.8.17
; independent, free,εὐβουλία Th.1.78
;ἡ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐ. Arist.EN 1114b6
.III of things, due to one's own choice,ὄλβος B.Fr.20
; usu. of evils, self-incurred, ; ; νόσοι.. αἱ μέν εἰσ' αὐ. ib.292.4; κίνδυνοι, δουλεία, Th.1.144, 6.40;θάνατος X.HG6.2.36
;λῦπαι Men.634
;δυστύχημα Id.618
. Adv.- τως
of free choice, 2 Ma.6.19, al., Mitteis Chr. 361 (iv A. D.);πείθεσθαί τινι Plu.Pel.24
, independently, Luc.Anach.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαίρετος
-
11 αὐθέδραστος
αὐθ-έδραστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθέδραστος
-
12 αὐθέκαστος
αὐθ-έκαστος, ον,A one who calls things by their right names, down-right, blunt, Arist.EN 1127a23, cf. Cleanth.Stoic.1.127;οὔκ ἐστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων.. ἡ δ' αὐ. Philem.89.7
, cf. Posidipp.40; in later Prose, ([comp] Comp.), cf. Ph.2.51, Plu.Cat.Ma.6. Adv.- τως
bluntly,Phld.
Sign.32.2 of style, inartificial, plain, D.H.Comp.22.3 in bad sense, self-willed (αὐτάρεσκος, Hsch.; = ἀπαρέγκλητος, Suid.), αὐ. τὸν τρόπον, τῷ τρόπῳ, Men.843, Sam. 205, cf. Luc.Phal.1.2, Plu.2.11e; οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδὲ αὐ. ὁ σώφρων ἀνήρ ib. 823a, cf. Phld.Vit.p.30J.4 self-controlled,ζῷον οὐ μονῆρες καὶ αὐ. ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν Them.Or.34p.446D.
Adv.- τως Plu.Lys.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθέκαστος
-
13 αὐθεκαστότης
A bluntness, condemned by Phryn.330.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθεκαστότης
-
14 αὐθόμαιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθόμαιμος
-
15 αὐθομολογέομαι
A confess of oneself, πρᾶγμα αὐθομολογούμενον a thing that speaks for itself, Luc.Herm.59 (dub. for αὖθις ὁμ.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθομολογέομαι
-
16 αὐθύπαρκτος
αὐθ-ύπαρκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθύπαρκτος
-
17 αὐθυπόστατος
αὐθ-υπόστᾰτος, ον,A self-substantial, Jul.Or.4.139d, Iamb. ap. Stob.2.8.45, Procl.in Prm.p.610S. Adv.- τως Phlp.
in de An.52.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθυπόστατος
-
18 αὐθυπότακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθυπότακτος
-
19 αὖτε
1 adversative, againa opposed toμέν. θεὸν ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
( ἄρουραι)τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δαὖτ' ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.11
ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων, νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος (Hermann: αὖτ' ἐν codd.) I. 6.5b opposed to a previous time.ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν. ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96
2 progressive, in question. ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.903 frag. τοι δ' αυτ[ dub. ?fr. 338. 9. -
20 δίδωμι
δῐδωμι (δίδωσι, διδοῖ; impv. δίδοι, διδότω, διδοῖτ(ε) = opt. cf. Wackernagel, Kl. Schr. 704f., Strunk, Glotta, 1961, 114f.; διδούς, -όντι, -όντων; διδόμεν: fut. δώσω, -ει; δώσειν: impf. ἐδίδου: aor. δῶκε(ν), ἔδωκε(ν), ἔδωκ, ἔδωκαν, δῶκαν, ἔδοσαν; δόντες; δόμεν, δοῦναι: pf. δέδωκε: pass. pf. [δέ]δοται.)1 giveσυμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.63
θεὸς ἔδωκεν δίφρον O. 1.87
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν O. 3.39
ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57
τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος. P. 2.89 “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.21 “ ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.32
νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεῦς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ N. 1.14
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.8
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20
Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.17
μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέ]δοται θα[ (e Plutarcho supp. G-H) Πα... ]δῶκεν Πα. 13a. 3. fig., καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς. gives proof of itself) P. 4.265 abs. make an offerοὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117
followed by an inf. of purpose:ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος O. 6.33
“ Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” P. 4.115ἀντίτομα δῶκε χρίεσθαι P. 4.222
Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (sc. τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) N. 10.26ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.41
2 grant of deities granting wishes to men. “ τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι” O. 1.85εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
ὦ Ζεῦ, τίμα μὲν, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (v. 1. δίδου) O. 7.89ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85
Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115
δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65
καὶ τὸ λοιπόν ὅμοια, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν ( δίδοιτ dubitanter Wackernagel) P. 5.119ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.42
τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (sc. Μοῖρα) N. 7.59 δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν sc. Herakles N. 7.97 τῶν τε γὰρ καὶ τῶν δίδοῖ (sc. Τύχα) I. 4.33καὶ τὸ μὲν διδότω θεός Pae. 2.53
ἐπεύχομαι δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 17.εὔχομαι [] θέλοντι δόμεν [ Pae. 16.4
3 deliver up, give over toὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.60
καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil., Theiler) N. 1.66ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
4 give out, produce δίδοι φωνάν (Hermann: δίδου codd.) N. 5.50 ( ἄρουραι)βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39
5 in tmesis. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ δώσω v.ἀποδίδωμι P. 4.67
τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει v.ἐπιδίδωμι P. 5.124
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὔθ' — αὐτά , αὐτός self neut nom/voc/acc pl αὐτά̱ , αὐτός self fem nom/voc/acc dual αὐτά̱ , αὐτός self fem nom/voc sg (doric aeolic) αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg αὐτέ , αὐτός self masc voc sg αὐταί , αὐτός self fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὖθ' — αὖθι , αὖθι on the spot indeclform (adverb) αὖτε , αὖτε again indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὕθ' — αὑτά , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc pl αὑτά̱ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem acc dual αὑτό , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὗθ' — αὗται , οὗτος this fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Skanderbeg — Gjergj Kastrioti Skanderbeg (6 May 1405 ndash; 17 January 1468) (Albanian: Gjergj Kastriot Skënderbeu , widely known as Skanderbeg, Turkish İskender Bey , meaning Lord or Leader Alexander ), or Iskander Beg, is probably the most prominent… … Wikipedia
Religion grecque (sources) — Religion grecque antique (sources) La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de… … Wikipédia en Français
Religion grecque antique (sources) — La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de sources, qui sont principalement d ordre… … Wikipédia en Français
Religión de la Antigua Grecia (fuentes) — Saltar a navegación, búsqueda La religión de Grecia Antigua no es posible describirla a partir de observaciones directas. Hace falta pues, para conocerla, apoyarse en un conjunto importante de fuentes, que son principalmente de orden literario,… … Wikipedia Español
PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… … Hofmann J. Lexicon universale
SESSIONIS honor — oblatus antiquitus adventantibus, memoratur Homero, Il. ψ. v. 201. Θέου???α δ᾿ Ἶρις ἐπέςτη Βηλῷ ἐπὶ λιθέῳ. τοὶ δ᾿ ὡς ἴδον ὀφθαλμοῖσι Πάντες ἀνήϊξαν, καλέον τέ μιν εἴς ἐ ἔκαςτος. Ἡ δ᾿ αὖθ᾿ ἕζεςθαι μὲν ἀνήνατο. εἶπε δὲ μῦθον, Οὐχ ἕδος εἶμι γὰρ… … Hofmann J. Lexicon universale