Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αὑτάγρετος

См. также в других словарях:

  • αυτάγρετος — αὐτάγρετος, ον (Α) 1. αυτοπροαίρετος, εκούσιος 2. εκείνος τον οποίο έχει πιάσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια 3. αυτός που εκλέγει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. αυτ(ο) * + *αγρετός < αγρώ ( έω) «πιάνω, καταλαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

  • αὐτάγρετος — self chosen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάγρετον — αὐτάγρετος self chosen masc/fem acc sg αὐτάγρετος self chosen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάγρετα — αὐτάγρετος self chosen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυταγρεσία — αὐταγρεσία, η (Α) [αυτάγρετος] εκούσια πράξη, ελεύθερη εκλογή …   Dictionary of Greek

  • καὐτάγρετοι — αὐτάγρετοι , αὐτάγρετος self chosen masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»