-
1 αὐτ-άρκης
αὐτ-άρκης, αὔταρκες, sich selbst genügend, der keines Anderen, keine Unterstützung bedarf, αὐτάρκης καὶ τελεώτατος ϑεός Plat. Tim. 68 e; αὐτὸς αὑτῷ αὐτ. Rep. III, 387 d; Ggstz πολλῶν ἐνδεής II, 369 b; vgl. Tim. 33 d; εἴς τι Polit. 271 d, wie Thuc. 2, 36; πρὸς εὐδαιμονίαν Plat. Def. 413 e; πρὸς πᾶσαν περίστασιν Pol. 3, 31; τὸ αὔτ. = αὐτάρκεια Arist. Nic. Eth. 1, 7, 6; vgl. Aesch. Ch. 746; χώρα, den nöthigen Unterhalt darreichend, Isocr. 4. 42; χώρα αὐτ. ταῖς πρὸς τὸν πόλεμον παρασκευαῖς Pol. 5, 55; ϑέσις αὐτ., eine Lage, die den Staat unabhängig macht, Thuc. 1, 37; σῶμα, vollkommen, stark, Her. 1, 32; βοά Soph. O. C. 1060; αὐτάρκεις κτήσασϑαι Xen. Cyr. 4, 3, 4. – Adv. αὐταρκέστατα ζῆν, ganz zufrieden leben, Xen. Mem. 1, 2, 14.
-
2 αὐτάρκης
αὐτ-άρκης, sich selbst genügend, der keines anderen, keine Unterstützung bedarf -
3 αυταρκης
21) самодовлеющий, достаточно сильный или богатый, не нуждающийся в посторонней помощи, независимый(θεός Plat.; χώρα Isocr., Polyb.; τὸ τέλειον ἀγαθόν Arst.)
ἥ πόλις αὐτάρκη θέσιν κειμένη Thuc. — город, выгодно расположенный;οἰκία αὐταρκέστερον ἑνός, πόλις δ΄ οἰκίας Arst. — семья (экономически) самостоятельнее личности, а город - семьи;αὐ. εἴς τι Plat., πρός τι Xen., Plat., Polyb., Plut. и ποιεῖν τι Xen., Dem. — обладающий достаточными средствами для чего-л.2) довольствующийся своим, удовлетворенный(ὅ σοφός Arst.; ἔχων ἅλα καὴ δύο κρῖμνα Anth.)
См. также в других словарях:
ποδάρκης — ες και ποδαρκής, ές Α 1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας 3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» αγώνας δρόμου ταχύτητας β) «ποδαρκέων … Dictionary of Greek
σιτάρκης — ίταρκες, Ν (για χώρα ή περιοχή) επαρκής σε σίτο, αυτός που έχει αρκετές ποσότητες δημητριακών για την διατροφή τών κατοίκων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + άρκης (< αρκώ), πρβλ. αυτ άρκης] … Dictionary of Greek
areq- — areq English meaning: to guard, lock Deutsche Übersetzung: ‘schũtzen, verschließen” Material: In detail Osthoff IF. 8, 54 ff. m. Lith. Arm. argel “ hump, block, check, fence, hurdle, barrier, drawback, obstacle, hindrance, balk,… … Proto-Indo-European etymological dictionary