Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτ-άρκης

См. также в других словарях:

  • ποδάρκης — ες και ποδαρκής, ές Α 1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας 3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» αγώνας δρόμου ταχύτητας β) «ποδαρκέων …   Dictionary of Greek

  • σιτάρκης — ίταρκες, Ν (για χώρα ή περιοχή) επαρκής σε σίτο, αυτός που έχει αρκετές ποσότητες δημητριακών για την διατροφή τών κατοίκων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + άρκης (< αρκώ), πρβλ. αυτ άρκης] …   Dictionary of Greek

  • areq- —     areq     English meaning: to guard, lock     Deutsche Übersetzung: ‘schũtzen, verschließen”     Material: In detail Osthoff IF. 8, 54 ff. m. Lith. Arm. argel “ hump, block, check, fence, hurdle, barrier, drawback, obstacle, hindrance, balk,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»