-
1 αὐτο-σχέδιος
αὐτο-σχέδιος (σχεδία), α, ον, auch 2 Endungen, 1) Hom. αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, im Handgemenge Faust u. Kraft erproben (vgl. αὐτοσταδία), Il. 15, 510; αὐτοσχεδίην πλήττειν τινά, sc. πληγήν, einen Hieb aus freier Faust versetzen, 12, 192; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od. 11, 536. – 2) Gew. aus dem Stegereif, ἐξ αὐτοσχεδίης H. h. Merc. 55; ἐξ αὐτοσχεδίου Sp., wie Herodian. 7, 8, 25, der auch πόλεμος 7, 4, 8 so braucht; βωμός, τείχη, ohne Vorbereitung, kunstlos gemacht, Dion. Hal. 1, 40. 3, 67. Bes. von der Rede u. von Gedichten, Dion. Hal. 2, 34; Plut.
-
2 αὐτοσχέδιος
αὐτο-σχέδιος, (1) im Handgemenge Faust u. Kraft erproben, sc. πληγήν, einen Hieb aus freier Faust versetzen. (2) Gew. aus dem Stegreif; βωμός, τείχη, ohne Vorbereitung, kunstlos gemacht; bes. von der Rede u. von Gedichten -
3 αυτοσχεδιος
2 и 31) сделанный на скорую руку или сказанный экспромтом, т.е. без подготовки(τριήρης Arst.; λόγοι Plut.)
2) говорящий экспромтом(περί τι Plut.)
οὐκ εὖ πρὸς τὰ αὐτοσχέδια πεφυκώς Plut. — не умеющий импровизировать
См. также в других словарях:
ισοσχέδιος — ἰσοσχέδιος, ον (ΑΜ) απαράλλακτος, ταυτόσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σχέδιος (< σχέδιος «κοντινός»< σχεδόν «πλησίον»), πρβλ. αυτο σχέδιος, πρωτο σχέδιος] … Dictionary of Greek
πρωτοσχεδής — ές και πρωτοσχέδιος, ον, Μ αυτός που έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από το πρόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχεδής/ σχέδιος (< σχέδη / σχέδιον), πρβλ. αυτο σχέδιος] … Dictionary of Greek
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek