Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὐτο-σχέδιος

См. также в других словарях:

  • ισοσχέδιος — ἰσοσχέδιος, ον (ΑΜ) απαράλλακτος, ταυτόσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σχέδιος (< σχέδιος «κοντινός»< σχεδόν «πλησίον»), πρβλ. αυτο σχέδιος, πρωτο σχέδιος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοσχεδής — ές και πρωτοσχέδιος, ον, Μ αυτός που έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από το πρόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχεδής/ σχέδιος (< σχέδη / σχέδιον), πρβλ. αυτο σχέδιος] …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»