-
1 αυτοσχέδιος
-
2 αὐτοσχέδιος
-
3 αυτοσχεδιος
2 и 31) сделанный на скорую руку или сказанный экспромтом, т.е. без подготовки(τριήρης Arst.; λόγοι Plut.)
2) говорящий экспромтом(περί τι Plut.)
οὐκ εὖ πρὸς τὰ αὐτοσχέδια πεφυκώς Plut. — не умеющий импровизировать -
4 αὐτοσχέδιος
A hand to hand: used by Hom., in dat., αὐτοσχεδίῃ (sc. μάχῃ) in close fight, in the mêlée,αὐτοσχεδίῃ μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε Il.15.510
: acc. fem. as Adv., = αὐτοσχεδόν I,Ἀντιφάτην δ'.. πλῆξ' αὐτοσχεδίην 12.192
, 17.294;αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od.11.536
: alsoἔς τ' αὐ. καὶ προμάχους ἰέναι Tyrt.11.12
.II offhand, improvised, rough and ready,ἐξ αὐτοσχεδίης πειρώμενος h.Merc.55
;ποιήματα αὐ. D.H.2.34
;μαντικὴ αὐ. Plu.Sull.7
;τετρήρη ναυπηγεῖν αὐ. Arist.Fr. 600
; βωμός, τείχη, D.H.1.40, 3.67;μνῆμα Hld.2.4
;ναῦς Max.Tyr.12.2
; of persons,αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a
;σοφιστής Ach.Tat.5.27
;ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν D.C. 73.1
; τὸ αὐ., opp. τὸ περιπτωτικόν, in Empiric medicine, Gal.1.66. Adv.-ίως, γεννηθῆναι LXX Wi.2.2
;οἰκοδομεῖσθαι Paus.6.24.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοσχέδιος
-
5 αυτοσχέδιος
α, ο [ος, ον ] см. αύτοσχεδίαστος;εξ αυτοσχέδιοςίου — экспромтом
-
6 αὐτοσχέδιος
αὐτο-σχέδιος, (1) im Handgemenge Faust u. Kraft erproben, sc. πληγήν, einen Hieb aus freier Faust versetzen. (2) Gew. aus dem Stegreif; βωμός, τείχη, ohne Vorbereitung, kunstlos gemacht; bes. von der Rede u. von Gedichten -
7 αυτοσχεδίως
αὐτοσχέδιοςhand to hand: adverbialαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc acc pl (doric)αὐτοσχέδιοςhand to hand: adverbialαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem acc pl (doric) -
8 αὐτοσχεδίως
αὐτοσχέδιοςhand to hand: adverbialαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc acc pl (doric)αὐτοσχέδιοςhand to hand: adverbialαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem acc pl (doric) -
9 αυτοσχέδιον
αὐτοσχέδιοςhand to hand: masc acc sgαὐτοσχέδιοςhand to hand: neut nom /voc /acc sgαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem acc sgαὐτοσχέδιοςhand to hand: neut nom /voc /acc sg -
10 αὐτοσχέδιον
αὐτοσχέδιοςhand to hand: masc acc sgαὐτοσχέδιοςhand to hand: neut nom /voc /acc sgαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem acc sgαὐτοσχέδιοςhand to hand: neut nom /voc /acc sg -
11 αυτοσχεδία
αὐτοσχεδίᾱ, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem nom /voc /acc dualαὐτοσχεδίᾱ, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————αὐτοσχεδίᾱͅ, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 αυτοσχεδίων
αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem gen plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /neut gen plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem /neut gen pl -
13 αὐτοσχεδίων
αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem gen plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /neut gen plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem /neut gen pl -
14 αυτοσχεδίας
αὐτοσχεδίᾱς, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem acc plαὐτοσχεδίᾱς, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 αὐτοσχεδίας
αὐτοσχεδίᾱς, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem acc plαὐτοσχεδίᾱς, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 αυτοσχεδίοις
αὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /neut dat plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem /neut dat pl -
17 αὐτοσχεδίοις
αὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /neut dat plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem /neut dat pl -
18 αυτοσχεδίου
αὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /neut gen sgαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem /neut gen sg -
19 αὐτοσχεδίου
αὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /neut gen sgαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem /neut gen sg -
20 αυτοσχεδίους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐτοσχέδιος — hand to hand masc nom sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχέδιος — αυτοσχέδιος, α, ο και αυτοσχεδίαστος, η, ο αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενο σχέδιο, ο πρόχειρος: Η βόμβα ήταν αυτοσχέδια, γι αυτό και δεν έσκασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] … Dictionary of Greek
αὐτοσχεδίως — αὐτοσχέδιος hand to hand adverbial αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc pl (doric) αὐτοσχέδιος hand to hand adverbial αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχέδιον — αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίων — αὐτοσχέδιος hand to hand fem gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίοις — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut dat pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίου — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut gen sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίους — αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίῳ — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut dat sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχέδια — αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)