Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αὐτο-σχεδόν

  • 1 αυτοσχεδον

        adv.
        1) вблизи, грудь с грудью, врукопашную
        

    (μάχεσθαι Hom.)

        2) в упор
        

    (οὐτάζειν Hom.)

    Древнегреческо-русский словарь > αυτοσχεδον

  • 2 ινα

         ἵνα
         ἵνᾰ
        I
         (ῐ) adv. [acc. к арх. ἵ См. ι]
        1) там
        

    ἵ. σφιν ἐπέφραδον ἠγερέεσθαι Hom.там велел я им собраться

        2) (относит.) где
        

    λιμέν εὔορμος, ἵν΄ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν Hom. — удобная бухта, где нет надобности в причале;

        ἐνταῦθ΄ ἐμέν (= ἐσμέν), ἵν΄ οὐκ ἔτ΄ ὀκνεῖν καιρός Soph. — мы в таком положении, в котором (= что) медлить нельзя;
        ἐν ἀγορᾷ, ἵ. ὑμῶν πολλοὴ ἀκηκόασι Plat. — на площади, где многие из вас слышали (меня);
        ἵ. αὐτὸς ἔφρασε τῆς χώρης Her. (там), где он сам указал;
        οὐχ ὁρᾷς ἵν΄ εἶ κακοῦ ; Soph. — разве ты не видишь, в какой ты беде?

        3) (относит.) куда
        

    ἐνὴ δήμῳ, ἵν΄ οἴχεται Hom. — среди народа (= страны), куда он ушел;

        ἵν΄ οὐ πυρὸς ἵξετ΄ ἀϋτμή Hom. — куда не проникнет копоть от огня;
        ὁρᾷς, ἵν΄ ἥκεις ; Soph. — видишь, до чего ты дошел?

        4) (относит.) когда
        

    γάμος σχεδόν ἐστιν, ἵ. χρέ καλὰ (sc. εἵματα) ἕννυσθαι Hom. — близка свадьба, когда нужно красиво нарядиться

        II
        conj.
        1) чтобы, (для того) чтобы, с целью:
        (1) (с impf. и aor. ind. для выраж. нереальности) σὲ ἐχρῆν ἡμῖν συγχωρεῖν, ἵ. συνουσία ἐγίγνετο Plat. тебе следовало нам уступить, чтобы получилась беседа
        (2) (с conjct. - при главном времени в главном предложении) imper., conjct., impf., aor. (= pf.) или opt. с ἄν См. αν
        

    ἐς πεδίον καταβῆναι, ἵν΄ ὅρκια πιστὰ τάμητε Hom. — выйти в поле, чтобы вам заключить (с данайцами) твердый договор;

        (τὰ πλοῖα) Ἀβροκόμας κατέκαυσεν, ἵ. μέ Κῦρος διαβῇ Xen. — Аброком сжег суда, чтобы Кир не переправился (через реку);
        εἴπω τι κἄλλ΄ (= καί τι ἄλλο), ἵν΄ ὀργίζῃ πλέον Soph.сказать мне еще что-л., чтобы ты (еще) больше разгневался?;
        οὔτε χρημάτων ἕνεκα ἔπραξα ταῦτα, ἵ. πλούσιος ἐκ πένητος γένωμαι Lys. — я сделал это не из-за денег, чтобы из бедняка стать богачем;
        ἐπίτηδές σε οὔκ ἤγειρον, ἵ. ὡς ἥδιστα διάγῃς Plat. — я умышленно не будил тебя, чтобы ты провел время как можно приятнее;
        οὐκ ἂν δή μοι ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα, ἵ. πρήσσωμεν ὁδοῖο ; Hom. — так вы и не поспешите приготовить мне повозку, чтобы (мог я свой) путь совершить?;
        ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵ. γένηται ὡς ὅ διδάσκαλος αὐτοῦ NT. — с ученика довольно, если он станет таким, как его учитель;
        μέ κρίνετε ἵ. μέ κριθῆτε NT. — не судите, да не судимы будете

        (3) (с opt. - при impf., aor., praes. hist. и opt. с ἄν, реже при главном времени в главном предложении)
        

    Μένων δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν τιμᾶσθαι, ἵ. πλείω κερδαίνοι Xen. — Менон явно стремился к почестям, чтобы больше наживать;

        ἢ οὐκ ἐπιστάμεθα ὅτι βασιλεὺς ἡμᾶς ἀπολέσαι ἂν περὴ παντὸς ποιήσαιτο, ἵ. καὴ τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι φόβος εἴη στρατεύειν Xen. — разве мы не знаем, что (персидский) царь дорого бы дал за нашу гибель, чтобы другие треки побоялись воевать (против него)?

        2) поздн. (= εἰ См. ει или ἐάν) если (бы)
        

    ἵ. καθ΄ ὑπόθεσιν καὴ συγώρήσῃ Sext.если бы это было допущено хотя бы в виде предположения

        3) (с fut. ind.)
        

    ἵ. μέ εἶς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ ἑτέρου NT.чтобы вам не превозноситься друг перед другом

        4) так что, вследствие чего
        

    ἦν παρακεκαλλυμένον ἀπ΄ αὐτῶν, ἵ. μέ αἴσθωνται αὐτό NT. (это слово) было сокрыто от них, а потому они не поняли его

        5) что
        

    καὴ πόθεν μοι τοῦτο, ἵ. ἔλθῃ πρὸς ἐμή ; NT. — как случилось, что она пришла ко мне?

        

    ἵ. (δέ) τί ; Arph., Plat.; — к чему?, для чего?, зачем?;

        ἵ. τί τοῦτο λέγεις ; Plat. — зачем ты это говоришь?;
        ἵν΄ εἰδῇς Soph. (так и) знай, имей в виду;
        οὐδ΄ ἄλλαις πολλαῖς, - ἵ. μέ εἴπω ὅτι οὐδεμιᾷ Plut. (этого) нет (и) во многих других случаях, - чтобы не сказать ни в одном

    Древнегреческо-русский словарь > ινα

  • 3 σημαινω

        дор. σᾱμαίνω (fut. σημᾰνῶ - эп.-ион. σημᾰνέω, aor. ἐσήμηνα - эп. σήμηνα, дор. ἐσήμᾱνα; pf. σεσήμαγκα; pass.: fut. σημανθήσομαι, aor. ἐσημάνθην, pf. σεσήμασμαι - inf. σεσημάνθαι, part. pf. σεσημασμένος; adj. verb. σημαντός, σημαντέος)
        1) обозначать, отмечать
        

    (τέρματα Hom.)

        σεμαίνεσθαι τοὺς εὐρωστοτάτους Polyb.отбирать себе самых крепких здоровьем

        2) показывать, указывать
        

    (τινά τινι Her.; φωνέ σημαίνουσα ὅ τι χρέ ποιεῖν Xen.)

        3) обнаруживать, выявлять
        τἄλλα δ΄ αὐτὸ σημανεῖ Eur. — остальное само собою обнаружится;
        σ. τὸ πολεμικόν Xen.давать сигнал к атаке

        4) подавать сигнал, сигнализировать
        

    (καπνῷ Aesch.)

        φῶς σημαίνει τινί Aesch.подается световой сигнал кому-л.;
        ὡς ἐσήμηνε impers. Her.когда был подан сигнал

        5) давать знамение
        ἐπὴ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι σημῆναι Thuc. — служить предзнаменованием того, что предстоит

        6) обнаруживаться, следовать
        7) указывать, приказывать, предписывать, велеть
        

    (τινὴ ποιεῖν τι Her., Xen., Trag.)

        μέ σημήναντός σου Plat. — без твоего приказания;
        σ. στρατοῦ Hom. — командовать войском;
        σ. ἐπὴ δμωῇσι γυναιξίν Hom. — распоряжаться служанками;
        ὅ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν Hom.он давал руководящие указания

        8) сообщать, докладывать, объявлять
        

    (πάντα τινί Soph.)

        σ. τινὴ τὰ καταλαβόντα Her.докладывать кому-л. о происшедшем;
        ὥσπερ ἐσήμηνα Her.как я упомянул (выше)

        9) обозначать, значить
        τὰ σημαίνοντα (sc. ὀνόματα) Plat. — знаменательные слова;
        τὸ σημαινόμενον Arst. — значение, смысл

        10) преимущ. med. запечатывать
        

    γράψας καὴ σημηνάμενος Xen. — написав и запечатав, т.е. в запечатанном письме;

        τά τε σεσημασμένα καὴ τὰ ἀσήμαντα Plat. — как опечатанные, так и неопечатанные вещи

        11) med. заключать (на основании признаков), догадываться
        

    τὰ μὲν σημαίνομαι, τὰ δ΄ ἐκπέπληγμαι Soph. — по одним признакам я догадываюсь, другими же я смущен

    Древнегреческо-русский словарь > σημαινω

См. также в других словарях:

  • αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] …   Dictionary of Greek

  • αναισθητικά — Φαρμακευτικές ουσίεςπου η βασική τους ενέργεια είναι η πρόκληση νάρκωσης. Ο όρος νάρκωση είναι γενικός και δηλώνει την οποιαδήποτε παροδική μείωση ή κατάργηση κυτταρικών λειτουργιών. Τα α. διακρίνονται σε γενικά και τοπικά. γενικά α.Φάρμακα που… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρό, Zαν Λουί — (Jean Luis Barrault, Βεζινέ 1910 –). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και θεατρικός σκηνοθέτης. Το 1934, ύστερα από μια περίοδο θητείας κοντά στον Ντιλέν και στον μίμο Ντεκρού, ο Μ. έγινε γνωστός με μια τολμηρή θεατρική διασκευή …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»