1 αυτοσχεδον
(μάχεσθαι Hom.)
(οὐτάζειν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь > αυτοσχεδον
οὐτάζειν — οὐτάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)