-
1 αυτοσχεδον
-
2 αυτοσχεδα
См. также в других словарях:
αυτοσχεδόν — επίρρ. (Α) 1. «εκ του συστάδην», από κοντά 2. αμέσως, ευθύς αμέσως … Dictionary of Greek
αὐτοσχεδόν — near at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδά — αὐτοσχεδόν near at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] … Dictionary of Greek