-
1 αὐτο-πῡρίτης
αὐτο-πῡρίτης, ὁ, = folgdm, Luc. Pisc. 45; ἄρτος, Phryn. com. bei Ath. III, 110 e.
-
2 αὐτόπυρος
αὐτό-πῡρος, ὁ,A of whole wheaten meal,ἄρτος Alex.121
, Gal.15.577, PPetr.3p.179; opp. σητάνειος, Plu.2.466d:—also [suff] αὐτο-πῡρίτης [ῑ], ου, ὁ, Phryn.Com.38, Hp.Int.20,22, Luc. Pisc.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόπυρος
-
3 αὐτόπῡρος
αὐτό-πῡρος, αὐτο-πῡρίτης, grobes Weizenbrot, wozu das Mehl u. die Kleie genommen wurde -
4 αὐτοπῡρίτης
αὐτό-πῡρος, αὐτο-πῡρίτης, grobes Weizenbrot, wozu das Mehl u. die Kleie genommen wurde -
5 πῡρός
πῡρόςGrammatical information: m.Meaning: `(grain of) wheat' (Il.).Other forms: mostly pl. πῡροί (Schwyzer-Debr. 43, Chantraine Gramm. hom. 2, 30), Dor. (Cos, Thera, Syracuse a.o.) σπυρός.Compounds: Compp., e.g. πυρο-φόρος `wheat-bearing' (Il.), διόσ-πυρον n. `the cherry-like fruit of Celtis australis' (Thphr.), - πυρος m. = λιθόσπερμον (Dsc.; Strömberg Pfl.namen 128 a. 138); on the gender cf. βούτυρον, - ος (s.v.).Derivatives: Dimin. πυρίδια pl. n. (Ar., pap.); the adj. πύρ-ινος (E., X., hell.), - ικός (pap.), - ώδης (Str.), - άμινος (Hes. fr. 117 a.o.; after κυάμ-, σησάμ-ινος; Forbes Mnem. 4: 11, 157) `of wheat', - αμίς, - αμοῦς (s. v.); the subst. πυρ-ίτης ἄρτος `wheat-bread' (Aët.), αὑτο-πυρίτης (Phryn. Com., Hp.) = αὑτό-πυρος a. o. (Redard 90). -- Also πυρήν, - ῆνος m. `pip, stone of fruit' (Ion., Arist., hell.; Solmsen Wortforsch. 125f.) with ἀ-πύρην-ος `pitless' (Ar. Fr. 118, Thphr. etc.) a.o.; πυρην-ίς (Tanagra IIIa; wr. πουρεινις), - ιον (Thphr.), - ίδιον (Delos IIIa, pap.) `kernel, knag, knob'; also πυρην-άδες f. pl. n. of guild in Ephesos (inscr.); - ώδης `pit-like' (Thphr.).Etymology: Old designation of wheat, which is also retained in Balto-Slav., e.g. Lith. pūraĩ pl. `winter corn', sg. pũras m. `single corn of winter corn', SCr. pȉr m. `spelt', Russ.-CSl. pyro ' ὄλυρα, κέγχρος', Russ. pyréj `dog-grass, Triticum repens'; to this from Germ. OE fyrs `dog-grass' (deviating stem; cf. Specht Ursprung 69). Skt. pūraḥ m. `cake' remains far (Mayrhofer KEWA s.v. w. lit.). On the facts Schrader-Nehring Reallex. 2, 647. -- Anlaut. σ- in σπυρός perh. from σῖτος or from σπόρος, σπέρμα (Fraenkel Phil. 97, 169 f., IF 59, 304 f.). Further forms w. lit. in Fraenkel and Vasmer s.vv.; also WP. 2, 83 and Pok. 850. -- Orig. old `Wanderwort' (Schwyzer 58 n. 3 with Güntert a.o.)? After Nieminen KZ 74, 170f. as "what is beaten, what is threshed" to IE * pēu-, pǝu- (Pok. 827) `beat, hew cutting' in Lith. piáuti `cut, mow', Lat. paviō `beat'; worth considering.Page in Frisk: 2,631Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πῡρός
-
6 αυτοπυριτης
См. также в других словарях:
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek