-
1 αὐτογνώμων
A on one's own judgement, at one's own discretion, κρίνειν αὐ., opp. κατὰ γράμματα, Arist.Pol. 1270b29, cf. 1272a39. Adv.- όνως Plu.Demetr.6
: —hence Subst. [suff] αὐτο-οσύνη, ἡ, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογνώμων
См. также в других словарях:
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek