-
1 αὐτοκρατορία
αὐτο-κρᾰτορία, ἡ,A sovereignty, of the Emperors, D.C. 67.12; also [suff] αὐτο-εία, ἡ, reign of an Emperor, PFlor.56.13 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκρατορία
-
2 ὠφέλεια
ὠφέλ-εια, ἡ, required by the metre (in iambics), S.El. 944, Ar. Th. 183; whereas [full] ὠφελία is required in E.Andr. 539 (anap.), Fr.78 (lyr.), Ar.Ec. 576 (lyr.): the best codd. of Pl. have ὠφελία more freq. than ὠφέλεια (although B always has ὠφέλεια in Phdr.), and ὠφελία is found in IG12.69.24 (v B. C., Prose), Hyp.Eux.9, and freq. in Phld., as Mus.p.54 K., al.: [dialect] Ion. [full] ὠφελίη Hdt.5.98, al., AP6.187 (Alph.):—A help, aid, succour, esp. in war,ἔπεμπον ἐς τὴν Ἐπίδαμνον.. τὴν ὠ. Th. 1.26
, cf. 39;τὴν ὠ. παρέχειν τινί Id.3.13
, cf. And.3.31;ὠ. ἀνδρὶ φέρειν E.Fr.78
(lyr.);ὠ. προσλήψεσθαι Th.2.7
;ἀπό τινων εὑρίσκεσθαι Id.1.31
;τῆς ὠ. μεταλαμβάνειν Id.1.39
;τυγχάνειν Id.6.17
; ἐπάγεσθαί τινας ἐπ' ὠφελίᾳ for aid, Id.1.3, cf. 5.38; ἀποχρήσασθαι τῇ ἑκατέρου ἡμῶν ὠ. to make full use of the assistance or services we both can give, Id.6.17;μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας Id.3.82
, cf. D.H. Th.31; οὐδὲν ἰατρικῆς δεῖται οὐδ' ὠφελίας or any other aid, Pl.Ly. 217a, cf. R. 559b; καὶ τοῖσιν ἑλκωθεῖσιν ὠφελίαν ( ὠφέλειαν codd., unmetrically)ἔχει Com.Adesp.106.8
.II profit, advantage,βούλευμα ἀπ' οὗ.. οὐδεμία ἔμελλε ὠφελίη ἔσεσθαι Hdt.
l. c.;εἴ τις ὠφέλειά γε S.El. 944
; τὴν κοινὴν ὠ. φυλάξαι the common interest of all, Th. 6.80;τίς ἂν εἴη ἡμῖν ὠ. εἰδόσιν αὐτό; Pl.Chrm. 167b
; opp. βλάβη, X.Cyr.6.2.13, Pl. (v. infr.2), etc.; opp. ζημία, X.Mem.2.3.6; ἐπ' ὠφελείᾳ ἐστί τι ib.1.4.4: c. gen. subjecti, τὴν ὠ. τὴν τῶν τειχέων their utility, Hdt.7.139: c. gen. objecti, ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν φίλων for their benefit, Pl.R. 334b; ὠφελίας ἕνεκα ib. 398b;ἐναντία τῇ ἑαυτῶν ὠ. And.2.2
; ἐν ὠ. ἐστί 'tis of use, X.Vect.4.35; after ὠφελεῖν, cf.ὠφελέω 1.5
.2 source of gain or profit, service, freq. in pl.,τὰς ὠ. τὰς ἐκ τῆς στρατείας.. ἐσομένας Isoc.4.15
;αἱ κοιναὶ ὠ. Lys. 19.62
;αἱ ἀπὸ τινος γιγνόμεναι ὠ. Isoc.4.29
;ὠφελίας τε καὶ βλάβας ἀποδιδοῦσα Id.R.332d
;αἱ παρὰ τῶν μισθοδοτούντων αὐτοὺς ὠ. D.15.32
.3 esp. gain made in war, spoil, booty, Plb.2.3.8, 3.82.8, Rev.Arch.6(1935).31 (pl., Amphipolis), LXX 2 Ma.8.20; ὠ. μεγάλαι καὶλάφυρα Plu.2.255b
;ὠφελείας ἀθροῖσαι Id.Cleom.12
;πολλῆς ὠ. κυριεῦσαι D.S.15.36
;τὴν χώραν γέμειν ὠφελείας Plb.3.80.3
; τίθεσθαι τὰ χρήματα δι' ὠφελείας to regard as booty, D.H.7.37; so in the chase, game, X.Cyn.6.4; so of a thief,ὠ. ἑτοίμην καὶ κατειργασμένην ἀφῆκεν Antipho 2.1.4
. (Prob. abstracted fr. οἰκ-ωφελία, which comes fr. οἶκον ὀφέλλειν 'to increase the οἶκος'; cf. ὄφελος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠφέλεια
См. также в других словарях:
ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… … Dictionary of Greek
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ανθρωπολατρία — Η λατρεία του ανθρώπου ως θεού, συνηθισμένο φαινόμενο στους πρωτόγονους λαούς. Η α. διατηρήθηκε μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια με τη μορφή λατρείας των αυτοκρατόρων και έως τις ημέρες μας δεν έχει εξαλειφθεί τελείως από ορισμένους λαούς. Οι… … Dictionary of Greek
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
σημαία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα)… … Dictionary of Greek