-
1 Αυτομάτη
Αὐτομάτηfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Αὐτομάτηfem dat sg (attic epic ionic) -
2 αυτομάτη
αὐτόματοςacting of one's own will: fem nom /voc sg (attic epic ionic)αὐτοματέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)αὐτοματέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)αὐτοματέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————αὐτόματοςacting of one's own will: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 Αὐτομάτη
Βλ. λ. Αυτομάτη -
4 Αὐτομάτῃ
Βλ. λ. Αυτομάτη -
5 αὐτομάτη
Βλ. λ. αυτομάτη -
6 αὐτομάτῃ
Βλ. λ. αυτομάτη -
7 Αυτομάτας
-
8 Αὐτομάτας
-
9 Αυτομάταις
-
10 Αὐτομάταις
-
11 Αυτομάτην
-
12 Αὐτομάτην
-
13 Αυτομάτης
-
14 Αὐτομάτης
-
15 Αυτόματ'
-
16 Αὐτόματ'
-
17 Αυτόμαται
-
18 Αὐτόμαται
-
19 αὐτάρ
αὐτάρ (Aἀϝυτάρ IG12.1012
), Conj. = ἀτάρ ([dialect] Ep. and Cypr., Inscr.Cypr.57 H.):—but, besides, moreover, prop. to introduce a contrast, Od.13.286, al.; also to mark a rapid succession of details, Il.2.406, al.; opp. μέν, Ἥφαιστος μέν.. αὐ. ἄρα Ζεύς .. ib. 102 sq., cf. Od.19.512 sq.; but nevertheless,Il.
15.45.—In an Epic reminiscence, Hermipp.63.17 (hex.).II αὐτάρ· αὐτομάτη, ἑκουσία, Hsch. -
20 κάθαρσις
A cleansing from guilt or defilement, purification, Hdt.1.35, Pl.Cra. 405a, etc.;κάθαρσις.. τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν Id.Phd. 67c
, cf. Sph. 227c (pl.); cleansing of the universe by fire, Zeno and Chrysipp.Stoic.2.184; cleansing of food by or before cooking, Diocl. Fr.138.2 clarification,φυσικῶν προβλημάτων Epicur.Ep.2p.36U.
; καθάρσεως δεῖται needs explanation, Phld.Lib.p.22O.II Medic., clearing off of morbid humours, etc., evacuation, whether natural or by the use of medicines (cf. Gal.17(2).358), Hp.Aph. 5.36, cf. Acut. (Sp.) 31, etc.; ἰατρικὴ κ. Pl.Lg. 628d; καθάρσεις, the menses in women, Hp.Aph.5.60;καθάρσεις καταμηνίων Arist. HA 572b29
; so κάθαρσις alone, Id.GA 775b5;κ. μετὰ τόκον Hp.
Aër. 7; ἡ ἐν τοῖς τόκοις κ. Arist.HA 574b4;κ. αἵματος αὐτομάτη μοι.. συνέβη D.54.12
.b τραγῳδία.. δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κ. Arist.Po. 1449b28, cf. Pol. 1341b38.IV winnowing of grain, in pl., PTeb.92.10 (ii B.C.);κ. πυροῦ PRyl.71.9
(i B.C.);τοῦ καρποῦ Ph.2.57
(sg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθαρσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αὐτομάτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτῃ — Αὐτομάτη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτη — αὐτόματος acting of one s own will fem nom/voc sg (attic epic ionic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) αὐτοματέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτῃ — αὐτόματος acting of one s own will fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβιογένεση ή αυτόματη γένεση — Παλαιότερη θεωρία που εξηγούσε τη δημιουργία των σύγχρονων οργανισμών από ανόργανη ύλη. Ιδιαίτερα λίγο πριν από την εποχή του Παστέρ,η αυτόματη γένεση των μικροοργανισμών από ανόργανες ύλες ήταν η μοναδική παραδεκτή θεωρία. Από τη στιγμή όμως που … Dictionary of Greek
Αὐτομάταις — Αὐτομάτη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτην — Αὐτομάτη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτης — Αὐτομάτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτόμαται — Αὐτομάτη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek