-
1 αὐτομάτη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐτομάτη
-
2 αυτόματος
η, ο [ος, ον ]1) самопроизвольный; 2) автоматический;αυτόματο τηλέφωνο — телефон-автомат;
αυτόματα όπλα — автоматическое оружие;
αυτόματη προσγείωση — автоматическое приземление;
-Ή προσεδάφιση автоматическая посадка (на другие планеты);αυτόματ διαπλανητικός σταθμός — автоматическая:
межпланетная станция -
3 σύμπλεξη
[-ις (-εως)] η1) сплетение; 2) сцепление, сцепка;αυτόματη σύμπλεξη — автоматическая сцепка
-
4 σύνδεση
[-ις (-εως)] η1) связь;ψυχική σύνδεση — привязанность;
σύνδεση της θεωρίας με την πρακτική — связь теории с практикой;
μέσα σύνδέσεων — средства связи;
χάνω τη σύνδεση — терять связь;
2) связывание; скрепление, соединение;3) ассоциёция; объединение (действие); ассоциирование (полит.); 4) тех сцепка, сцепление;αυτόματη σύνδεση — автоматическая сцепка;
5) тех стыковка
См. также в других словарях:
Αὐτομάτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτῃ — Αὐτομάτη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτη — αὐτόματος acting of one s own will fem nom/voc sg (attic epic ionic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) αὐτοματέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτῃ — αὐτόματος acting of one s own will fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβιογένεση ή αυτόματη γένεση — Παλαιότερη θεωρία που εξηγούσε τη δημιουργία των σύγχρονων οργανισμών από ανόργανη ύλη. Ιδιαίτερα λίγο πριν από την εποχή του Παστέρ,η αυτόματη γένεση των μικροοργανισμών από ανόργανες ύλες ήταν η μοναδική παραδεκτή θεωρία. Από τη στιγμή όμως που … Dictionary of Greek
Αὐτομάταις — Αὐτομάτη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτην — Αὐτομάτη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτης — Αὐτομάτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτόμαται — Αὐτομάτη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek