-
1 αυλητής
-
2 αυλήτης
-
3 αὐλήτης
-
4 αὐλητής
αὐλητής, οῦ, ὁ (s. αὐλέω; Theognis, Hdt. et al.; ins, pap) flutist for festive occasions Rv 18:22, and for mourning (Jos., Bell. 3, 437; s. EReiner, Die rituelle Totenklage der Griechen ’38, 67–70; for influence of Asia Minor on use of flute-players in funereal rites, ibid. p. 61, n. 1) Mt 9:23.—DELG s.v. αὐλός. M-M. -
5 αὐλητής
Βλ. λ. αυλητής -
6 αὑλητής
Βλ. λ. αυλητής -
7 αὐλητής
A flute-player, Thgn. 941, Hdt.1.141, 6.60, 129, Ar.V. 581, And.1.12, Pl.Prt. 327b, OGI51.62 (iii B. C.); [dialect] Boeot. [full] αὐλειτάς IG7.3195 (Orchom. [dialect] Boeot.).II kind of wasp, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλητής
-
8 αὐλήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλήτης
-
9 αυλητής
flutistΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυλητής
-
10 αυλητά
αὐλητά̱, αὐλητήςflute-player: masc nom /voc /acc dualαὐλητήςflute-player: masc voc sgαὐλητήςflute-player: masc nom sg (epic) -
11 αὐλητά
αὐλητά̱, αὐλητήςflute-player: masc nom /voc /acc dualαὐλητήςflute-player: masc voc sgαὐλητήςflute-player: masc nom sg (epic) -
12 αυλητών
-
13 αὐλητῶν
-
14 αυλητάς
αὐλητά̱ς, αὐλητήςflute-player: masc acc plαὐλητά̱ς, αὐλητήςflute-player: masc nom sg (epic doric aeolic) -
15 αὐλητάς
αὐλητά̱ς, αὐλητήςflute-player: masc acc plαὐλητά̱ς, αὐλητήςflute-player: masc nom sg (epic doric aeolic) -
16 αυλητέων
-
17 αὐλητέων
-
18 αυλητή
-
19 αὐλητῇ
-
20 αυλητήρα
См. также в других словарях:
αὑλητής — αὐλητής , αὐλητής flute player masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητής — flute player masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλητής — ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [ ίδος], η) [αυλός] 1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό 2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» υγειονομικός μηχανικός … Dictionary of Greek
αυλητής — ο θηλ. ήτρια και ητρίδα αυτός που παίζει αυλό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐλητέων — αὐλήτης masc gen pl (epic ionic) αὐλητής flute player masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητῶν — αὐλήτης masc gen pl αὐλητής flute player masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελένικος — Αυλητής από τη Σέριφο, πάμφτωχος. Ο κωμικός Κρατίνος τον ειρωνεύεται για το άτεχνο των αυλημάτων του. Από αυτόν προέρχεται η παροιμιώδης έκφραση τελενίκειος ηχώ, δηλαδή ήχος άδειων αγγείων … Dictionary of Greek
αὐληταῖν — αὐλητής flute player masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐληταῖς — αὐλητής flute player masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐληταί — αὐλητής flute player masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)