-
21 αυθαδικος
-
22 αυταγητος
-
23 αυθαδεστέρα
αὐθᾱδεστέρᾱ, αὐθάδηςself-willed: fem nom /voc /acc comp dualαὐθᾱδεστέρᾱ, αὐθάδηςself-willed: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
24 αὐθαδεστέρα
αὐθᾱδεστέρᾱ, αὐθάδηςself-willed: fem nom /voc /acc comp dualαὐθᾱδεστέρᾱ, αὐθάδηςself-willed: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
25 αυθαδεστέρας
αὐθᾱδεστέρᾱς, αὐθάδηςself-willed: fem acc comp plαὐθᾱδεστέρᾱς, αὐθάδηςself-willed: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
26 αὐθαδεστέρας
αὐθᾱδεστέρᾱς, αὐθάδηςself-willed: fem acc comp plαὐθᾱδεστέρᾱς, αὐθάδηςself-willed: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
27 αυθαδεστέρων
αὐθᾱδεστέρων, αὐθάδηςself-willed: fem gen comp plαὐθᾱδεστέρων, αὐθάδηςself-willed: masc /neut gen comp pl -
28 αὐθαδεστέρων
αὐθᾱδεστέρων, αὐθάδηςself-willed: fem gen comp plαὐθᾱδεστέρων, αὐθάδηςself-willed: masc /neut gen comp pl -
29 αυθαδέστατον
αὐθᾱδέστατον, αὐθάδηςself-willed: masc acc superl sgαὐθᾱδέστατον, αὐθάδηςself-willed: neut nom /voc /acc superl sg -
30 αὐθαδέστατον
αὐθᾱδέστατον, αὐθάδηςself-willed: masc acc superl sgαὐθᾱδέστατον, αὐθάδηςself-willed: neut nom /voc /acc superl sg -
31 αυθάδεις
αὐθά̱δεις, αὐθάδηςself-willed: masc /fem acc plαὐθά̱δεις, αὐθάδηςself-willed: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
32 αὐθάδεις
αὐθά̱δεις, αὐθάδηςself-willed: masc /fem acc plαὐθά̱δεις, αὐθάδηςself-willed: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
33 829
{прил., 2}своевольный, самодовольный, самонадеянный, своенравный, дерзкий, строптивый.Синонимы: 829 ( αὐθάδης) – черта характера, проявляющаяся в следовании своим собственным желаниям и воле и пренебрежительном отношении к другим, 5367 ( φίλαυτος) говорит об эгоистичности характера, заботе только о себе.Ссылки: Тит. 1:7; 2Пет. 2:10.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 829
-
34 ἁνδάνω
Grammatical information: v.Meaning: `please' (Il.)Other forms: Aor. ἀδεῖν (Aeol. εὔαδον in Homer), perf. ἕᾱδα. On the present Schwyzer 699; Att. ἥδομαι (s. v.). Used in political context as 'it pleased the people (to decide)', hence `to decide'.Compounds: αὐθάδης s.s.v.Derivatives: ἅδος `decision, resolution' (Halic., Thasos), ἅδημα ψήφισμα H.; also Ϝάδιξις `id.' in γάδιξις ὁμολογία and ἄδιξις ὁμολογία παρὰ Ταραντίνοις H. (to *Ϝαδίζομαι).Origin: IE [Indo-European] [1039] * sueh₂d-Etymology: The Ϝ- is seen in Aeol. εὔαδε (\< *ἔ-σϜαδ-ε), Cret. ἔϜαδε and Locr. ϜεϜαδηqότα. - The root also in ἥδομαι, ἡδύς (s. vv.). S. also ἄσμενος and αὑθάδης. - No exact parallels. Sanskrit has svádati, -te `please'. Perhaps from *suh₂-n̥-d- (LIV). Factit. Lat. suādeo `advise'.Page in Frisk: 1,104Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁνδάνω
-
35 αὐθάδεια
αὐθάδεια, ας, ἡ (s. αὐθάδης; Pla. et al.; Aristot., EE 1221a, 8; Is 24:8; TestSol 18:14 A; Philo, Rer. Div. Her. 21; Jos., Bell. 4, 94, Ant. 12, 29; 15, 101; lit. ‘self-satisfaction’; the poet. form αὐθαδία [Aeschyl. et al.] becomes prominent in later colloq. Gk. [Crönert 32], and is predom. in ins and pap) preoccupation w. one’s own interests, the polar end of ἀρεσκεία, arrogance, willfulness, stubbornness 1 Cl 30:8 (w. θράσος, cp. Pr 21:24); ὑπερήφανος αὐ. proud willfulness 57:2; Hs 9, 22, 2f. In a list of vices D 5:1; B 20:1.—DELG s.v. αὐθάδης. -
36 καί-περ
καί-περ (vgl. πέρ), obwohl, obgleich; gew. mit dem partic. vrbdn; Hom. ungetrennt nur Od. 7, 224 καίπερ πολλὰ παϑόντα; sonst wie auch bei andern Dichtern durch das hervorzuhebende Wort getrennt, τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε, Il. 16, 617. 620 u. öfter; c. partic. auch Pind. N. 6, 6 I. 7, 5; πείϑου γυναιξὶ καίπερ οὐ στέργων ὅμως Aesch. Spt. 694; καίπερ οὐ δύςοργος ὤν Soph. Phil. 377; καίπερ τηλικοῦτος ὤν Plat. Prot. 318 b; selten bei einem bloßen adj., wo man ein partic. ergänzen kann, καὶ ἀϑάνατός περ Od. 5, 73; Ζεύς, καίπερ αὐϑάδης φρενῶν, ἔσται ταπεινός Aesch. Prom. 909; γιγνώσκω σαφῶς, καίπερ σκοτεινός, τήν γε σὴν αὐδὴν ὅμως Soph. O. R. 1326.
-
37 αὐτ-άρεσκος
αὐτ-άρεσκος, = αὐϑάδης, selbstgefällig, selbstgenügsam, Sp., bes. Schol., z. B. Ar. Lys. 1118.
-
38 αὐτ-άγητος
αὐτ-άγητος, = αὐϑάδης, Ion. u. Anacr. bei VLL.
-
39 αὐτ-ώδης
-
40 αυθάδικος
η, ο см. αυθάδης 1
См. также в других словарях:
αὐθάδης — αὐθά̱δης , αὐθάδης self willed masc/fem acc pl (attic epic doric) αὐθά̱δης , αὐθάδης self willed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αὐθά̱δης , αὐθάδης self willed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθάδης — ες (AM αὐθάδης, ες) θρασύς αρχ. 1. υπεροπτικός, αλαζονικός 2. (για ζώα) επιθετικός, βίαιος 3. (για πράγματα) άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αυτο Fάδης (με αττική συναίρεση κατά το αττικό πρότυπο της κράσεως οα > ᾱ) < αυτός + Faδ , αδείν… … Dictionary of Greek
αὐθαδέστερον — αὐθᾱδέστερον , αὐθάδης self willed adverbial comp αὐθᾱδέστερον , αὐθάδης self willed masc acc comp sg αὐθᾱδέστερον , αὐθάδης self willed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθάδει — αὐθά̱δει , αὐθάδης self willed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αὐθά̱δει , αὐθάδης self willed masc/fem/neut dat sg αὐθά̱δεϊ , αὐθάδης self willed dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθάδη — αὐθά̱δη , αὐθάδης self willed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐθά̱δη , αὐθάδης self willed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐθά̱δη , αὐθάδης self willed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτώδης — αὐτώδης, ες (Α) ο αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. που προήλθε με συναίρεση και ιωνική ψίλωση < *αυτοFάδης < αυτός + Faδ , αδείν (ανδάνω), άδος (βλ. και λ. αυθάδης)] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
καταυθαδίζω — καταυθαδίζω, μέσ. ίζομαι και ιάζομαι (AM) 1. ενεργ. είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, μιλώ ή ενεργώ με αυθάδεια ή περιφρόνηση εναντίον κάποιου 2. (ενεργ. και μέσ.) προκαλώ, περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐθαδίζω (< αὐθάδης)] … Dictionary of Greek
περιαυθαδίζομαι — Α 1. είμαι πάρα πολύ αυθάδης 2. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐθαδίζομαι «είμαι αυθάδης»] … Dictionary of Greek
ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά … Dictionary of Greek
αὐθαδεστέρα — αὐθᾱδεστέρᾱ , αὐθάδης self willed fem nom/voc/acc comp dual αὐθᾱδεστέρᾱ , αὐθάδης self willed fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)