-
1 αυθάδης
αὐθά̱δης, αὐθάδηςself-willed: masc /fem acc pl (attic epic doric)αὐθά̱δης, αὐθάδηςself-willed: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)αὐθά̱δης, αὐθάδηςself-willed: masc /fem nom sg -
2 αὐθάδης
αὐθά̱δης, αὐθάδηςself-willed: masc /fem acc pl (attic epic doric)αὐθά̱δης, αὐθάδηςself-willed: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)αὐθά̱δης, αὐθάδηςself-willed: masc /fem nom sg -
3 αυθαδης
2(θᾱ)1) самоуверенный, самонадеянный, самодовольный, заносчивый Her., Aesch., Thuc., Plat.2) своенравный, строптивый(κύων Xen.)
3) беспощадный, жестокий(σφηνὸς γνάθος Aesch.; αὐθαδεστέρα θαλάττης Eur.; φύσει τραχὺς καὴ αὐ. Plut.)
-
4 αὐθάδης
αὐθάδης, ες (s. αὐθάδεια; Aeschyl., Hdt.+; Polyb. 4, 21; Plut., Lycurg. 11, 6, Lucull. 7, 2; PAmh 78, 13f; Sb 4284, 9; Gen 49:3, 7; Pr 21:24; Jos., Ant. 1, 189; 4, 263; TKellis 22, 27) self-willed, stubborn, arrogant Tit 1:7; 2 Pt 2:10; 1 Cl 1:1 (w. προπετής); Hs 5, 4, 2; 5, 5, 1; 9, 22, 1; D 3:6. Field, Notes, 219; to the Gk. mind=hybris, s. Reader, Polemo 296.—DELG and Frisk. M-M. TW. Spicq. -
5 αὐθάδης
{прил., 2}своевольный, самодовольный, самонадеянный, своенравный, дерзкий, строптивый.Синонимы: 829 ( αὐθάδης) – черта характера, проявляющаяся в следовании своим собственным желаниям и воле и пренебрежительном отношении к другим, 5367 ( φίλαυτος) говорит об эгоистичности характера, заботе только о себе.Ссылки: Тит. 1:7; 2Пет. 2:10.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αὐθάδης
-
6 αυθάδης
{прил., 2}своевольный, самодовольный, самонадеянный, своенравный, дерзкий, строптивый.Синонимы: 829 ( αὐθάδης) – черта характера, проявляющаяся в следовании своим собственным желаниям и воле и пренебрежительном отношении к другим, 5367 ( φίλαυτος) говорит об эгоистичности характера, заботе только о себе.Ссылки: Тит. 1:7; 2Пет. 2:10.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αυθάδης
-
7 αὐθάδης
своевольный, самодовольный, самонадеянный, своенравный, дерзкий, строптивый; син. φίλαυτος; αὐθάδης - черта характера, проявляющаяся в следовании своим собственным желаниям и воле и пренебрежительном отношении к другим, φίλαυτος говорит об эгоистичности характера, заботе только о себе.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐθάδης
-
8 αὐθάδης
αὐθ-άδης, selbstgefällig, anmaßend, eigenmächtig. Übh. rücksichtslos, grausam, σφηνὸς γνάϑος αὐϑάδης, die dem Prometheus durch die Brust getriebene Keilspitze; τὸ αὔϑαδες τῆς φύσεως, Rohheit -
9 αυθάδης
ης, ες 1. развязный, наглый, нахальный;2. (о, η тж. αυθάδισσα η, αυθάδικο τό) — нахал, -ка, наглец, наглая женщина
-
10 αυθάδης
-
11 αὐθάδης
-ης,-ες + A 2-0-0-1-0=3 Gn 49,3.7; Prv 21,24arrogant, stubborn→ TWNT -
12 αὐθάδης
αὐθάδ-ης, ες,A self-willed, stubborn,ἦσάν τε αὐθαδέστεροι Hdt.6.92
;τὰς ὀργὰς αὐ. Hp.
Aër.24, cf. Arist.Rh. 1367a37; surly, Thphr.Char. 15.1;αὐθάδη φρονῶν A.Pr. 907
; of a dog, X.Cyn.6.25.2 metaph. of things, remorseless,σφηνὸς γνάθος αὐ. A.Pr.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθάδης
-
13 αυθάδης
1) brash2) pertΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυθάδης
-
14 αυθαδέστερον
αὐθᾱδέστερον, αὐθάδηςself-willed: adverbial compαὐθᾱδέστερον, αὐθάδηςself-willed: masc acc comp sgαὐθᾱδέστερον, αὐθάδηςself-willed: neut nom /voc /acc comp sg -
15 αὐθαδέστερον
αὐθᾱδέστερον, αὐθάδηςself-willed: adverbial compαὐθᾱδέστερον, αὐθάδηςself-willed: masc acc comp sgαὐθᾱδέστερον, αὐθάδηςself-willed: neut nom /voc /acc comp sg -
16 αυθάδει
αὐθά̱δει, αὐθάδηςself-willed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)αὐθά̱δει, αὐθάδηςself-willed: masc /fem /neut dat sgαὐθά̱δεϊ, αὐθάδηςself-willed: dat sg (epic) -
17 αὐθάδει
αὐθά̱δει, αὐθάδηςself-willed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)αὐθά̱δει, αὐθάδηςself-willed: masc /fem /neut dat sgαὐθά̱δεϊ, αὐθάδηςself-willed: dat sg (epic) -
18 αυθάδη
αὐθά̱δη, αὐθάδηςself-willed: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)αὐθά̱δη, αὐθάδηςself-willed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)αὐθά̱δη, αὐθάδηςself-willed: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
19 αὐθάδη
αὐθά̱δη, αὐθάδηςself-willed: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)αὐθά̱δη, αὐθάδηςself-willed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)αὐθά̱δη, αὐθάδηςself-willed: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
20 αὐθ-άδης
αὐθ-άδης, ες (ἥδομαι), selbstgefällig, anmaßend, eigenmächtig, τρόποι αὐϑάδεις καὶ χαλεπ οί Plat. Legg. XII, 950 b u. öfter; vgl. Isocr. 1, 15, wo αὐϑ. διὰ τὸ σκυϑρωπόν dem φρόνιμος entgegensteht; bei Xen. Cyn. 6, 25 steht ein αὐϑ. κύων dem φιλάνϑρωπος entgegen; Aesch. setzt αὐϑάδης φρενῶν dem ταπεινός gegenüber, Prom. 909. Uebh. rücksichtslos, grausam, σφηνὸς γνάϑος αὐϑάδης, die dem Prometheus durch die Brust getriebene Keilspitze, Aesch. Prom. 64; τὸ αὔϑαδες τῆς φύσεως, Rohheit, Pol. 4, 21. – Adv. αὐϑάδως Ar. Ran. 1016; Plut. Thes. 1; αὐϑαδέστερον ἀπεκρίνατο Thuc. 8, 84.
См. также в других словарях:
αὐθάδης — αὐθά̱δης , αὐθάδης self willed masc/fem acc pl (attic epic doric) αὐθά̱δης , αὐθάδης self willed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αὐθά̱δης , αὐθάδης self willed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθάδης — ες (AM αὐθάδης, ες) θρασύς αρχ. 1. υπεροπτικός, αλαζονικός 2. (για ζώα) επιθετικός, βίαιος 3. (για πράγματα) άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αυτο Fάδης (με αττική συναίρεση κατά το αττικό πρότυπο της κράσεως οα > ᾱ) < αυτός + Faδ , αδείν… … Dictionary of Greek
αὐθαδέστερον — αὐθᾱδέστερον , αὐθάδης self willed adverbial comp αὐθᾱδέστερον , αὐθάδης self willed masc acc comp sg αὐθᾱδέστερον , αὐθάδης self willed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθάδει — αὐθά̱δει , αὐθάδης self willed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αὐθά̱δει , αὐθάδης self willed masc/fem/neut dat sg αὐθά̱δεϊ , αὐθάδης self willed dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθάδη — αὐθά̱δη , αὐθάδης self willed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐθά̱δη , αὐθάδης self willed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐθά̱δη , αὐθάδης self willed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτώδης — αὐτώδης, ες (Α) ο αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. που προήλθε με συναίρεση και ιωνική ψίλωση < *αυτοFάδης < αυτός + Faδ , αδείν (ανδάνω), άδος (βλ. και λ. αυθάδης)] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
καταυθαδίζω — καταυθαδίζω, μέσ. ίζομαι και ιάζομαι (AM) 1. ενεργ. είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, μιλώ ή ενεργώ με αυθάδεια ή περιφρόνηση εναντίον κάποιου 2. (ενεργ. και μέσ.) προκαλώ, περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐθαδίζω (< αὐθάδης)] … Dictionary of Greek
περιαυθαδίζομαι — Α 1. είμαι πάρα πολύ αυθάδης 2. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐθαδίζομαι «είμαι αυθάδης»] … Dictionary of Greek
ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά … Dictionary of Greek
αὐθαδεστέρα — αὐθᾱδεστέρᾱ , αὐθάδης self willed fem nom/voc/acc comp dual αὐθᾱδεστέρᾱ , αὐθάδης self willed fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)