-
1 αὐδή
Grammatical information: f.Meaning: `(human) voice, sound, speech' (Il.).Other forms: *οὐδήεσσα is a suggestion of Aristotle for αὐδ., meant as `ἐπίγειος'; Beekes, Die Spr. 18, 1972, 127f.Derivatives: αὐδήεις `with (human) voice' (Il.); denom. verb αὐδάω, aor. αὐδῆσαι `talk, speak, speak to' (Il.). (Chantr.'s opposition of a god(dess) with a human voice, language as opposed to the language of the gods is wrong. It means `having a voice (to speak with)', which may be `human' or `beautiful' as the context requires; s. Beekes, l.c. 128 n.3.Etymology: Long since derived from a root au̯ed-, seen in ἀείδω, and with long grade in ἀ(Ϝ)ηδ-ών. An o-grade (* h₂uod-, perhaps with loss of the laryngeal: De Saussure's law) would be found in ` Ησί-(Ϝ)οδος and in Ϝοδόν (written γοδόν) γόητα and Ϝοδᾶν (written γ-) κλαίειν H. (but Chantr. considers the glosses unreliable). The zero grade was seen in ὑδέω. The problem is that * h₂u-ed- beside * h₂u-ei-d is not easy, and that a long vowel in *h₂u-ēd- is also not very probable; there is also discussion whether * h₂ud- gave ὑδ- (Beekes) or αὐδ- (Peters, Lar. 65ff, 72). - Outside Greek * h₂ued- perhaps in Skt. vádati `speak', with zero grade ud- in ud-itá-. (Lith. vadinù `call, name', however, has *- dʰ-: Winter's law). Long grade e. g. Skt. vāda- m. `sound, call', OCS vada `calumnia', OHG far-wāʒan `deny'. Uncertain Toch. A wätk-, B watk- `order'. - S. ἀηδών, ἀείδω, ὑδέω, οὐδήεσσα.Page in Frisk: 1,184Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὐδή
-
2 ἀνακρίμναμι
ἀνακρίμναμι met.1 suspend, ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε μελίφρονι αὐδ[ᾳ (sc. τῶν Κηληδόνων)θυ]μὸν ἀνακριμνάντες Pae. 8.79
-
3 αὐδά
1 voice, song ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (sc. Χρόμιος) N. 9.4παρθένοι χαλ[κέᾳ] κελαδ[έον]τιγλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
]ος αὐδάν Pae. 4.3
κελ]άδησαν αὐδάν Pae. 7.17
μελίφρονι αὐδ[ᾷ (sc. of the Keledones, q. v.: “hiatus notabilis” Snell) Pae. 8.78 -
4 μελίφρων
1 honey sweet to the mindμελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11
μελίφρονι αὐδ[ᾷ (hiatus notabilis.) Πα... τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14. -
5 φθίνω
1 die ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε μελίφρονι αὐδ[ᾷ θυ]μὸν ἀνακριμνάντες (supp. et corr. Lobel: ἐφ[, φ[. ]υνον papyri: v. κηληδών) Pae. 8.76 met.,οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά P. 1.94
med., φθίτο μὲν γα[ Δ. 4. e. 8. esp. aor. med. part., dead,ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ἐπιφθιμένῳ) fr. 5. 3. pro subs., “ κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” P. 4.112 frag., ] τικα μιν φθιμένων [ P. Oxy. 2622, fr. 1, 12 ad ?fr. 346.
См. также в других словарях:
άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε … Dictionary of Greek
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… … Dictionary of Greek
ηχήεις — εσσα, εν (Α ήχήεις, εσσα, εν) αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί 2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ … Dictionary of Greek
au̯-6, au̯ed- — au̯ 6, au̯ed English meaning: to speak Deutsche Übersetzung: ‘sprechen” Material: Gk. Hom. αὖε Imperf. “ (he, she) called (out), shouted “, ἄβα τροχὸς ἤ βοή Hes. O.Ind. vádati “ lets the voice resound, talks “ (perf. ūdima ,… … Proto-Indo-European etymological dictionary