-
21 αἴσχη
αἴ̱σχη, αἶσχοςshame: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)αἴ̱σχη, αἶσχοςshame: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
22 безобразие
-я ουδ.1. ασχήμια, δυσμορφία, απρέπεια.2. αταξία μεγάλη, ασχήμιες, όργιο, αίσχος•что за -! τι αίσχος ειν’ αυτό!
-
23 срам
-а (-у) α.1. ντροπή, αίσχος.2. ως κατηγ. είναι ντροπή, αίσχος. -
24 стыдно
ως κατήγ.είναι ντροπή, αίσχος, ντρέπομαι•мне стыдно за бас ντρέπομαι για σας, για λογαριασμό σας, για λόγου σας•
как -! τι ντροπή! τι αίσχος!•
как вам не -! πως δεν ντρέπεστε!
-
25 Disfigurement
subs.Act of disfiguring: P. and V. διαφθορά, ἡ, λώβη, ἡ (Plat.), λύμη. ἡ (Plat.), αἰκία, ἡ, αἴκισμα, τό, P. αἰκισμός, ὁ.Deformity: P. αἶσχος, τό (Plat.), πονηρία, ἡ (Plat.).Ugliness: P. αἶσχος, τό (Plat.); see Ugliness.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disfigurement
-
26 κακο-κλεής
κακο-κλεής, ές, von schlechtem Rufe, αἶσχος, Tryph. 125.
-
27 κάλλος
κάλλος, τό (καλός), körperliche Schönheit; vom Ganymedes Il. 20, 234; häufiger von weiblicher Schönheit, αἳ κάλλει ἐνίκων φῠλα γυναικῶν 9, 130, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od. 6, 18, öfter; so auch Od. 18, 192 κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προςώπατα καλὰ κάϑηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυϑέρεια χρίεται, mit ambrosischer Schönheit, wo die alten Ausleger ohne Grund an eine wohlriechende Salbe denken, Passow aber mit Recht bemerkt, daß bei Hom. die Schönheit als etwas für sich bestehendes Körperliches angesehen wird, das die Götter den Menschen wie ein Kleid an- u. abthun können (vgl. κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασι Il. 3, 392, κὰκι κεφαλῆς χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀϑήνη Od. 23, 156, δπόδυϑι τὸ κάλλος Luc. D. Mort. 10), u. daß χρίεσϑαι von Allem gebraucht wird, was sich auf die Oberfläche des Leibes bezieht, keineswegs von Salben allein; Voß übersetzt »in ambrosischer Schöne verklärt ihr Gesicht sie«. – Tragg., Aesch. Pers. 181 Soph. Tr. 25. 465, Eur. oft, gew. von weiblicher Schönheit; in Prosa, Plat. u. A.; Ggstz αἶσχος, Plat. Conv. 201 a. – Auch geistig, ψοχῆς Plat. Rep. IV, 444 b, τῶν μαϑημάτων Gorg. 474 e, τῶν ὀνομάτων καὶ ῤημάτων Conv. 198 b, μεγέϑεσι καὶ κάλλεσιν ἔργων Critia. 115 d. – Τὰ κάλλη, der Schmuck, ἐν ποικίλοις κάλλεσι βαίνειν, bunte Teppiche, Aesch. Ag. 897, VLL. τὰ πορφυρᾶ ὶμάτια; übh. kunstvolle Arbeiten, ἱερῶν, Pracht der Tempel, Dem. 3, 25; κάλλεα κηροῦ, schöne Honigwaben, Mel. 110 (IX, 363). – Luc. D. Mort. 18, 1 vrbdt Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ δρχαἶα κάλλη πάντα, wie auch wir sagen »die altberühmten Schönheiten«; vgl. Imag. 2.
-
28 δυς-όφθαλμον
δυς-όφθαλμον, αἶσχος, häßlich anzusehen, Telest. bei Ath. XIV, 616 f.
-
29 δύς-γαμος
δύς-γαμος, unglücklich in der Ehe; γάμος, Unglücksehe, Eur. Phoen. 1054; αἰσχύνη, αἶσχος, unglücklicher Ehe Schmach, Hel. 693 Tr. 1114; ῥυστάγματα Lycophr. 1089.
-
30 λεπτότης
λεπτότης, ητος, ἡ, Dünnheit, Schmächtigkeit, Magerkeit, Ggstz πάχος, Plat. Tim. 85 c u. öfter; Arist. H. A. 2, 17; σώματος λεπτότητα καὶ αἶσχος Plat. Legg. I, 646 b; von Kleidern, Feinheit, καὶ μαλακότης D. Sic. 5, 46. – Uebertr., Feinheit im Denken, Scharfsinn, τῶν φρενῶν Ar. Nubb. 153; σχεδὸν ἀνέφικτα ὑπὸ λεπτότητος Luc. bis accus. 2.
-
31 λώβη
λώβη, ἡ, schmähliche, schimpfliche Behandlung mit Worten od. Werken, Beschimpfung, Mißhandlung, Schmach, καὶ αἶσχος, Od. 18, 225. 19, 373; λώβην λωβᾶσϑαί τινα, Einem Schmach anthun, Il. 13, 623; λώβην τῖσαι, eine Beleidigung büßen, 11, 142; auch ἀποδοῦναι, 9, 387; λώβην τίσασϑαι, sich eine angethane Schmach büßen lassen, sie rächen, 19, 208 Od. 20, 169, wie Soph. Ai. 181; τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀναξίως 1371, öfter, in der dor. Form λώβᾳ, die auch Eur. allein hat, ὡς ἐπὶ λώβᾳ, Herc. Fur. 881; u. in Prosa, πολλὰς λώβας λωβηϑείς, Plat. Gorg. 473 c; λ. καὶ διαφϑορά Men. 91 c; καὶ βλάβαι Legg. VI, 751 c; also = Schaden, auch = Verderben, Zerstörung, bes. bei Sp. – Bei den Byzant. = λέπρα, Aussatz.
-
32 ἀνα-δέω
ἀνα-δέω (s. δέω), 1) umbinden, umkränzen, τινὰ στεφάνοις, κόμας δάφνᾳ, Pind. P. 2, 6. 10, 40; ὃν στέφανοι ἀνέδησαν ἔϑειραν I. 4, 8; med., ἀνδησάμενοι κόμας ἐν ἔρνεσιν N. 11, 28; τοὺς νικῶντας Ar. Plut. 589; komisch, κἀγὼ δ' ἀναδῆσαι βούλομαι εὐαγγέλιά σε – κριβανωτῶν ὁρμαϑῷ, mit einem Prätzelting, 764; so auch in Prosa, στεφάνῳ Thuc. 4, 121; τὴν κεφαλὴν ἀναδήσω Plat. Conv. 212 e u. sp. D.; ἄνϑος ἐπὶ κροτἀφοις Antiphan. 4 (XI, 168); übertr., ehren, τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἀναδοῦνται Plat. Rep. V, 465 d. – 2) aufbinden, med., ἀναδούμενοι κρώβυλον Thuc. 1, 6. – 3) Her. anknüpfen, ἑαυτὸν, πατριήν, ἐς ϑεόν, ἐς ἢρωα, 2, 143, an einen Gott, von einem Gott als Stammvater sein Geschlecht ableiten; ἀναδεδέσϑαι ἔκ τινος, an etwas angebunden sein, Plut. Eum. 11. – Bei Sp. ἀναδεῖσϑαι κλέος, αἶσχος, δόξαν, sich Ehre, Schande, Ruhm erwerben; aber ἀναδεδέσϑαι διαδήματι, eigtl. mit dem Diadem gekrönt, Plut. Caes. 61. – Med. Ein erobertes Schiff an das eigene anknüpfen u. fortschaffen (ins Schlepptau nehmen), Thuc. 2, 90 ἀναδούμενοι εἷλκον; Xen. Hell. 1, 6, 21 u. öfter; Dem. 50, 20; Pol. 1, 28, der auch ἀναδεδεμένος τὴν ναῦν 16, 6 von einem sagt, der das feindliche Schiff gefangen fortführt; ἀπάγει αὐτοὺς ἀναδησάμενος τῶν ὤτων Luc. lup. trag. 15, an den Ohren sie fesselnd.
-
33 ἀν-άπτω
ἀν-άπτω, 1) anheften, an etwas befestigen, πείρατ' ἀνήφϑω ἔκ τινος, sollen angebunden werden an etwas, Od. 12, 51; vgl. Ap. Rh. 2, 160; auch im med.; so Eur. Med. 748; πρός τι, Herc. f. 1011; ἀγάλματα, ὑφάσματά τε χρυσόν τε, aufstellen in Göttertempeln, weihen, Od. 3, 274; μῶμον 2, 86, einen Tadel, Schandfleck anhängen; so αἶσχός τινι Agath. 3 (V, 302); übh. beilegen, zuschreiben, αἷμα εἴς τινα, den Mord ihm anrechnen, Eur. Andr. 1197; χάριν τινί Plut. Ant. 46; τὴν αἰτίαν τῆς πόλεως ἐς τὸν Πύϑιον ἀνῆψε Lyc. 6, u. öfter (vgl. τί νύ τοι τόσα κήδε' ἀνῆπται Ap. Rh. 2, 245) – Med., sich anhängen, τινός, an etwas, πέπλων Eur. Herc. Fur. 629 u. Sp.; eigthümt. Dinarch. 1, 36 ἐπιστολὴν ἐκ τῶν δακτύλων ἀναψάμενος, wozu Bekk. Aesch. 3, 164 vgl., einen Brief nur zur Schau in den Händen haltend; an sich anknüpfen, ναῦς, eroberte Schiffe mit sich fortführen, Diod. Sic. 13, 19. 14, 60; Plut. Cam. 8; – χάριν τινί, Jemandem danken, Ap. Rh. 2, 114; – aber χάριτας εἴς τινα, Einem Gunst zu Theil werden lassen, Eur. Phoen. 572; κῆδός τινι, Verwandtschaft mit Einem knüpfen, Troad. 845; – anziehen, στέρνοις νεβρίδα Agath. 31 (VI, 172); übertr., οὐδ' ἔτι τάρβος ἀνάψομαι, ich werde keine Furcht mehr haben, Ap. Rh. 2, 643. – 2) anzünden, φῶς Plat. Tim. 39 b; Eur. πῦρ ϑεοῖς Or. 1137 u. πυρὶ δόμους 1594; übertr., μείζονι ϑυμῷ Med. 107, u. öfter Sp., auch von Fieberanfällen; – παστὰς λαμπάδι ἀνήπτετο, wurde erleuchtet, Thall. (VII, 188).
-
34 ἡδονή
ἡδονή, ἡ (ἥδομαι, ἡδύς), Freude, Vergnügen, Luft, bes. sinnlich angenehme Empfindung; μηδ' αἶσχος ἡμῖν, ἡδονὴν δ' ἐχϑροῖς πράξωμεν Aesch. Suppl. 986; μὴ τὰς φρένας γ' ὑφ' ἡδονῆς γυναικὸς οὕνεκ' ἐκβάλῃς Soph. Ant. 649; ἡδοναῖς ἄμοχϑον ἐξαίρει βίον Tr. 146; φέρω γὰρ ' ἡδονάς, das, worüber du dich freuen kannst, El. 861; κἀμοὶ πρόςδοτέ τι τῆς ἡδονῆς Eur. Hel. 707; Ar. läßt Nubb. 1072 auf ἡδονῶν ϑ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσϑαι folgen παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, καχασμῶν; Her. ἡδονῇ ἰδέσϑαι οὐδὲν τούτου μᾶλλόν ἐστι ἀξιαπήγητον, 2, 137; ἀκοῆς ἡδ. Thue. 3, 38, wie ἡδ. λόγων 3, 40, von Schol. κολακεία erkl.; ὑφ' ἡδονῆς, vor Lust, ἐνϑουσιᾷ Plat. Phil. 15 e; Ggstz λύπη, Prot. 351 e ff. u. sonst; ἐπὶ τοῖς τῶν φίλων κακοῖς Phil. 50 a (vgl. ἡ ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδ. Dem. 18, 138); αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Rep. I, 328 d (wofür Arist. Eth. 7, 8 αἱ σωματικαὶ ἡδ. sagt, Xen. Hell. 6, 1, 4 αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδ.); ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδονή IX, 582 b; τῶν περὶ πότους καὶ ἀφροδίσια καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν III, 389 e; τὰς ἐν τῆ νεότητι ἡδονὰς ποϑοῦντες I, 329 a; – ἐν ἡδονῇ μοί ἐστι, es gereicht mir zum Vergnügen, ich habe es gern, Eur. I. T. 494; Her. 4, 139; εἴτε κόσμον εἴτε Ὄλυμπον ἐν ἡδονῇ τῳ λέγειν, mag es Einer nun so oder so nennen wollen, Plat. Epin. 977 b. Aehnlich ἐν ἡδονῇ ἔχειν u. ἡδονὴν ἔχειν ἔν τινι, Thuc. 4, 108. – Adverbial, καϑ' ἡδονήν, angenehm, οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καϑ' ἡδονήν, σοί τ' ἄλγος Aesch. Prom. 261; vgl. Soph. El. 1495 Tr. 196; καϑ' ἡδ. δρᾶν, nach Behagen, Thuc. 2, 37. 65; οὐκ ἐρῶ τὰ καϑ' ἡδ. ἐκείνοις, ἀλλ' ἃ νομίζω ξύμφορα σοὶ εἶναι Arr. An. 5, 27, 3; ᾡ μὴ καϑ' ἡδονήν ἐστι νικᾷν Πομπήϊον Plut. Pomp. 62, öfter. Eben so πρὸς ἡδονήν, χροιὰν τίνα ἔχοντ' ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονἠν Aesch. Prom. 492; πρὸς ἡδ. λέγω τάδε Soph. El. 909; πρὸς ἡδ. φίλοις σοί τ' ἂν γένοιτο τάδε, dir zur Freude, Eur. I. A. 1022; vgl. ἅπαντες πρὸς ἡδ. ζητοῠντες, tadelnd neben ἐῤῥᾳϑυμηκότες, nur so weit es Freude macht, Dem. 1, 15; πρὸς ἡδονήν τι λέγειν Thuc. 2, 65; πρὸς ἡδονὴν καὶ χάριν λεγόμενα Isocr. 15, 271, Einem nach dem Munde reden, wie er's gern hört; Her. 7, 101 κότερα ἀληϑηΐῃ χρήσομαι πρὸς σὲ ἢ ἡδονῇ; D. Hal. auch im plur., μὴ καϑ' ἡδονὰς τὰς ὑμετέρας λέγω 11, 9, vgl. 7, 24; – τοῖσι ἐςελϑεῖν ἡδονήν, εἰ, es kam sie die Lust an, Her. 1, 24. Vgl. ἦδος.
-
35 δυσγαμος
-
36 бесчестье
бесчест||ьес ἡ ἀτίμωση [-ις], τό αίσχος, ἡ προσβολή τῆς τιμῆς. -
37 гадость
гадостьж разг ἡ βρωμιά, ἡ ποταπό-τητα [-ις]/ ἡ αίσχρότητα [-ις], ἡ κακοήθεια (непристойность):какая \гадость1 τί αίσχος!, τί βρωμιἄ.· сделать \гадость кокту-л. κάνω παληανθρωπιά (или βρωμοδουλειά) σέ κάποιον. -
38 несмываемый
несмываем||ыйприл прям., перен ἀνεξίτηλος, ἀνεξάλειπτος:\несмываемыйая помада κραγιόν πού δέν ξεβάφει· \несмываемыйые пятна ἀνεξίτηλες κηλίδες· \несмываемый позор τό ἀνεξίτηλο αίσχος. -
39 позор
позорм τό αίσχος, ἡ ντροπή, τό ὅνει-δος, ἡ ἀτιμία, ἡ καταισχύνη:клеймить кого́-л. \позором στιγματίζω κάποιον, καταισχύνω κάποιον покрывать себя \позором ντροπιάζομαι· изгнать с \позором ντροπιάζω καί διώχνω κάποιον. -
40 просто
просто1. нареч ἀπλά, ἀπλώς:это объясняется \просто αὐτό ἐξηγείται ἀπλά·2. предик безл (легко) εἶναι εὐκολο:это очень \просто сделать αὐτό εἶναι εὔκολο νά γίνει·3. частица усилительная разг:это \просто безобразие αὐτό εἶναι πραγματικό αίσχος· ◊ \просто так ἐτσι, ἀπλώς ἔτσι· \просто на́просто ἀπλούστατα.
См. также в других словарях:
αἶσχος — shame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
αίσχος — το ους 1. ντροπή, κακοήθεια: Είναι αίσχος να προδίνει κανείς τις αρχές του. 2. έργο που προκαλεί ντροπή: Ως υπουργός αυτός έκαμε αίσχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἴσχε' — αἴ̱σχεα , αἶσχος shame neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἴ̱σχει , αἶσχος shame neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἴ̱σχεϊ , αἶσχος shame neut dat sg (epic ionic) αἴ̱σχει , αἶσχος shame neut dat sg αἴ̱σχεε , αἶσχος shame neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴσχει — αἴ̱σχει , αἶσχος shame neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἴ̱σχεϊ , αἶσχος shame neut dat sg (epic ionic) αἴ̱σχει , αἶσχος shame neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα … Dictionary of Greek
αἴσχη — αἴ̱σχη , αἶσχος shame neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἴ̱σχη , αἶσχος shame neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia
Penelope — PENELŎPE, es, Gr. Πηνελόπη, ης, (⇒ Tab. XXII.) 1 §. Namen. Sie hieß erst Arnäa, von ἀρνέομαι, ich verweigere; weil ihr Vater sie nicht aufziehen wollte. Als sie aber hernach einige Vögel unterhielten, welche Penelopes hießen, so bekam sie von… … Gründliches mythologisches Lexikon