-
41 смывать
смыватьнесов1. прям., перен ξεπλύνω:\смывать с себя позор ἀποπλύνω τό αίσχος·2. (сносить волной и т. п.) παρασύρω. -
42 стыд
стыдм ἡ (έ)ντροπή, τό αίσχος, ἡ αί-σχύνη:человек без \стыда ἀνθρωπος χωρίς ντροπή, ἀνθρωπος ξεδιάντροπος· потерять \стыд δέν ἔχω ντροπή, γίνομαι ξεδιάντροπος· сгорать от \стыда κατακοκκινίζω ἀπό ντροπή. -
43 ντροπή
η1) стыд, срам, позор;τί ντροπή! — какой позор!;
είναι ντροπή και αίσχος — стыд и срам;
είναι ντροπή να... — стыдно...;
2) стыд, смущение, стеснение;άνθρωπος χωρίς ντροπή — человек без стыда;
δεν έχω ντροπή — или χάνω τη ντροπή — потерять стыд;
(κατα)κοκκινίζω από (την) ντροπή (μου) — сгорать от стыда
-
44 αίσχεα
-
45 αἴσχεα
-
46 αίσχεος
-
47 αἴσχεος
-
48 αίσχεσι
-
49 αἴσχεσι
-
50 αίσχεσιν
-
51 αἴσχεσιν
-
52 αίσχους
αἴ̱σχους, αἶσχοςshame: neut gen sg (attic epic doric)αἰσχόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
53 αἴσχους
αἴ̱σχους, αἶσχοςshame: neut gen sg (attic epic doric)αἰσχόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
54 αισχίων
-
55 αἰσχίων
-
56 outrageousness
noun εξωφρενική κατάσταση, αίσχος -
57 shame
[ʃeim] 1. noun1) ((often with at) an unpleasant feeling caused by awareness of guilt, fault, foolishness or failure: I was full of shame at my rudeness; He felt no shame at his behaviour.) ντροπή2) (dishonour or disgrace: The news that he had accepted bribes brought shame on his whole family.) ντροπή3) ((with a) a cause of disgrace or a matter for blame: It's a shame to treat a child so cruelly.) αίσχος4) ((with a) a pity: What a shame that he didn't get the job!) κρίμα2. verb1) ((often with into) to force or persuade to do something by making ashamed: He was shamed into paying his share.) φέρνω στο φιλότιμο2) (to cause to have a feeling of shame: His cowardice shamed his parents.) ντροπιάζω•- shameful- shamefully
- shamefulness
- shameless
- shamelessly
- shamelessness
- shamefaced
- put to shame
- to my
- his shame -
58 безобразие
[μπιζαμπράζιιε] ουσ. ο. αίσχος -
59 гадость
[γκάνταστ'] ουσ. θ. αίσχος, βρωμιά -
60 безобразие
[μπιζαμπράζιιε] ουσ ο αίσχος
См. также в других словарях:
αἶσχος — shame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
αίσχος — το ους 1. ντροπή, κακοήθεια: Είναι αίσχος να προδίνει κανείς τις αρχές του. 2. έργο που προκαλεί ντροπή: Ως υπουργός αυτός έκαμε αίσχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἴσχε' — αἴ̱σχεα , αἶσχος shame neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἴ̱σχει , αἶσχος shame neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἴ̱σχεϊ , αἶσχος shame neut dat sg (epic ionic) αἴ̱σχει , αἶσχος shame neut dat sg αἴ̱σχεε , αἶσχος shame neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴσχει — αἴ̱σχει , αἶσχος shame neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἴ̱σχεϊ , αἶσχος shame neut dat sg (epic ionic) αἴ̱σχει , αἶσχος shame neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα … Dictionary of Greek
αἴσχη — αἴ̱σχη , αἶσχος shame neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἴ̱σχη , αἶσχος shame neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia
Penelope — PENELŎPE, es, Gr. Πηνελόπη, ης, (⇒ Tab. XXII.) 1 §. Namen. Sie hieß erst Arnäa, von ἀρνέομαι, ich verweigere; weil ihr Vater sie nicht aufziehen wollte. Als sie aber hernach einige Vögel unterhielten, welche Penelopes hießen, so bekam sie von… … Gründliches mythologisches Lexikon