Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἴσυλος

См. также в других словарях:

  • αίσυλος — αἴσυλος, ον (Α) απρεπής, ασεβής, κακός (αντίθ. τού αίσιμος*). [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Κατά τον Fraenkel, η λέξη συνδέεται με το επίθ. ἴσος: αἴσυλος= α(F)ίσσυλος < *α Fιδ σFος (=άνισος), οπότε αἴσυλος (ή ἀ(F)ίσσυλος, όπως τό διαβάζει ο… …   Dictionary of Greek

  • αἴσυλος — unseemly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴσυλον — αἴσυλος unseemly masc/fem acc sg αἴσυλος unseemly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴσυλα — αἴσυλος unseemly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αήσυλος — ἀήσυλος, ον (Α) ο ασεβής, αισχρός, άπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται περί άπαξ ειρημένου τύπου τής Ιλιάδας (Ε 876: ἀήσυλα ἔργα). Πιθανώς να προήλθε από μεταπλασμό τού τ. αἴσυλος, για μετρικούς κυρίως λόγους, με επίδραση τών ἄημι, ἀήσυρος. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • αισυλοεργός — αἰσυλοεργός, όν (Α) αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴσυλος + εργός < ἔργον] …   Dictionary of Greek

  • παναίσυλος — παναίσυλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παγκάκουργος», εντελώς ασεβής, ασεβέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἴσυλος «κακούργος, εγκληματίας»] …   Dictionary of Greek

  • au̯(e)-10, au̯ē(o)-, u̯ē- —     au̯(e) 10, au̯ē(o) , u̯ē     English meaning: to blow     Deutsche Übersetzung: “wehen, blasen, hauchen”     Grammatical information: participle u̯ē nt     Note: in Slav. languages often from the “ throw dice “, i.e. to the cleaning of the… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»