-
1 πτύξ
πτύξ, ἡ, πτυχός, u. nachhom. Form πτυχή, alles mehrfaltig über einander Gelegte; gew. im plur., Falte, Schicht, Lage, Tafel, insofern mehrere über einander liegen; πέντε δ' ἄρ' αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες, Il. 18, 481, vgl. 7, 247, Lagen des Schildes von Metall od. Leder, bei starken Schilden bis fünf od. sechs übereinandergelegt, vgl. 20, 269; Hes. Sc. 143. – Von Kleiderfalten, H. h. Cer. 176; εἵματος διὰ πτυχῶν, Soph. frg. 437; δάκρυσι νοτερὰν πέπλων πτύχα τέγξω, Eur. Suppl. 979; ἡ δ' ἐκραγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας ἔφαινε μηρόν, Chairemon bei Ath. XIII, 608 e; ἐν πτυχαῖς βίβλων, Aesch. Suppl. 925, wie γραμμάτων πτυχὰς ἔχων, Soph. frg. 150; δέλτου, Eur. I. A. 98; vgl. πτυκτός. – Nach Poll. auch αἱ ϑύραι καὶ σανίδες. – Von Tiefen eines Gebirges, Schluchten, Thäler, Windungen u. Krümmungen, κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο, Il. 11, 77, wie h. Merc. 326; τάχα δ' ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας, die windigen, stürmischen Schluchten des hohen Gebirges, Od. 19, 432; auch im sing., Il. 20, 22; h. Apoll. 269 Merc. 555; so bei Pind. Κρισαίαισιν ἐν πτυχαῖς, P. 6, 18; Πίνδου, 9, 15 (s. πτυχή); ναπαίαις ἐν Κιϑαιρῶνος πτυχαῖς, Soph. O. R. 1026; εἶμι Πηλίου πτύχας, Eur. Andr. 1278, u. öfter, der auch sagt ὦ φαεινὰς οὐρανοῠ ναίων πτύχας, Phoen. 84, πρὸς αἰϑέρος πτύχας, Hel. 611, vgl. Or. 1631; κατὰ σπλάγχνων πτύχας, Suppl. 212; ἢ γῆς ἢ πόντου ἐν πτυχαῖς, Plat. En. II, 312 d. – Nach Schol. Ap. Rh. 1, 1089 ist πτυχή am Schiffe ὅπου τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται ὄνομα, also eine Tafel mit dem Namen des Schiffes; nach Poll. 1, 86 auch πτυχίς.
-
2 πυκνός
πυκνός, u. poet. πυκινός, a) von der Beschaffenheit einer Masse, dicht, fest, derb, im Ggstz des Lockern u. Losen; ϑώρηξ, Il. 15, 529; ἀσπίδα ῥινοῖσιν πυκινήν, 13, 804; χλαῖνα πυκνὴ καὶ μεγάλη, Od. 14, 521; λέχος, Il. 9, 621 Od. 7, 340. 23, 177, eigtl. wohl von dichter, festgeschüttelter Streu od. festgestopftem Bett; καὶ μαλακόν, Il. 14, 349; νέφος, 5, 751. 8, 395; νεφέλη, 16, 288; πυκνὰ νέφεα, Hes. O. 555; ὀστοῠν, Plat. Tim. 75 a; πυκνὰ καὶ βαρέα, 52 e, u. sonst; καὶ λεῖα, Rep. VI, 510 a; χρυσοῠ πυκνότερον ὄν, Tim. 59 b; σπάρτα, Xen. An. 4, 7, 15. – b) von der Verbindung einzelner Theile zu einem Ganzen, dicht gedrängt, in dichten Schaaren, nahe beisammen, im Ggstz des Zerstreu'ten, Vereinzelten, weit aus einander Liegenden; ὀδόντες, σταυροί, πυκνοὶ καὶ ϑαμέες, Od. 12, 92. 14, 12; πυκιναὶ φάλαγγες, πυκναὶ στίχες, dichte Schaaren, Il. 4, 281. 7, 61 u. sonst; Hes. Th. 935; βέλεα, Il. 11, 576, λίϑοι, 16, 212, in dichter Menge abgeschossen, geworfen; πυκινῇσιν λιϑάδεσσιν, Od. 23, 193; aber πυκνοῖσιν λάεσσιν, mit dicht gehäuften Steinen, Il. 24, 798; πυκνὰ καρήατα, dicht gedrängte Köpfe, Kopf an Kopf gedrängt, 11, 309; σταυροί, 24, 453; auch mit dem dat., πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοις, dicht an einander gedrängt, 13, 133. 16, 217 Od. 5, 480; πυκνὰ πτερά, dicht gefiederte Flügel, Il. 11, 454. 23, 879 Od. 5, 53 u. sonst; bes. vom dichten Laube, dichter Waldung: ὄζοι, Il. 21, 245; ϑάμνοι, Od. 5, 471; πέταλα, 19, 520; ὕλη, Il. 18, 320 Od. 6, 128; λόχμη, 19, 439; δρυμά, Il. 11, 1, 18; – σύες πυκινοὺς κευϑμῶνας ἔχοντες, Od. 10, 283, was man auch zu c) ziehen kann; vgl. Hes. O. 534; – πυκνοὺς ϑεοπρόπους ἴαλλεν, Aesch. Prom. 661; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, 681, häufig, u. öfter; πυκιναῖς δρόσοις, Soph. Ai. 1178; πυκνῇ νιφάδι, Eur, Andr. 1130; u. in Prosa: πυκναῖς ϑριξί, Plat. Prot. 321 a; häufig, τοῖς ἐρωτήμασι τοῠ ξυνϑήματος πυκνοῖς χρώμενοι, Thuc. 7, 44; ἡ εἰωϑυῖά μοι μαντικὴ ἡ τοῠ δαιμονίου πάνυ πυκνὴ ἦν, Plat. Apol. 40 a, u. öfter; δένδρα, Xen. An. 4, 8, 2; φάλαγξ, 2, 3, 3, wie Pol. πυκνοτέρας ἢ πρόσϑεν τὰς σημαίας καϑιστάνων, 3, 113, 3. – In der Musik das wiederholte Angeben desselben Tones. – c) fest zusammengefügt, verschlossen; δόμ ος, Il. 10, 267. 12, 301 Od. 6, 134 u. sonst; χηλός, 13, 68; ϑύραι, Il. 14, 167. – Uebh. tüchtig in seiner Art; πυκινὸν ἄχος, ein tüchtiges, großes Leid, Il. 16, 599, vgl. Od. 11, 88; so ἄτη, Il. 24, 480; μελεδῶναι, Od. 19, 516; dah. übertr. auf den Geist, πυκιναὶ φρένες, Il. 14, 294, ursprünglich = dichtes, festes Zwerchfell, was als der Sitz eines tüchtigen Verstandes galt; Διὸς πυκινὸς νόος, 15, 461, wie Archil. 60; φρήν, Eur. I. A. 67; Ar. Ach. 420; μήδεα, Il. 3, 208; πυκινὰ φρεσὶ μήδε' ἔχοντες, 24, 282; Od. 19, 353; πυκινὴ βο υλή, Il. 2, 55. 9, 76; ἐφετμή, verständig, 18, 216; μῠϑος, ein tüchtiges, verständiges Wort, Od. 3, 23, wie πυκινὸν ἔπ ος, Il. 11, 788; dah. liegt auch schlaues, vorsichtiges Verbergen der Absicht darin, wie πυκινὸς λόχος, 24, 779, vgl. Od. 11, 525, ἠμὲν ἀνακλῖναι ἠδ' ἐπιϑεῖναι, wobei man an den eigentlichen Ort des Hinterhalts, das Versteck denken muß; so auch δόλος, Il. 6, 187. – Aehnl. bei den folgdn Dichtern; πυκινῷ ϑυμῷ, Pind. P. 4, 73; πυκινὰν μῆτιν, 4, 58; πυκναῖς βουλαῖς, I. 6, 8; auch von Menschen, klug, verschlagen, Σίσυφον πυκνότατον παλάμαις, Ol. 13, 52; vgl. Soph. μάλα τοι ἄπορα πυκινοῖς ἐνιδεῖν πάϑη, Phil. 843; πυκνότατον κίναδος, Ar. Av. 429; auch in Prosa, καὶ τοῠτο πυκνῆς διανοίας ἐχόμενον ἐφϑέγξατο, Plat. Rep. VIII, 568 a. – Adv. al πυκινῶς und nach Hom. πυκνῶς, bes. ϑύραι, σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, dicht, fest verbunden, fest verschlossen, Il. 9, 475 Od. 2, 344 u. oft; u. übertr., πυκινῶς ἀκάχημαι, ich betrübe mich tüchtig, sehr, Il. 19, 312 Od. 19, 95 u. sonst; πυκινῶς ὑποϑήσομαι, nachdrücklich, bedächtig ermahnen, rathen (s. ob. 2), Il. 21, 293 Od. 1, 279; πυκνῶς ποικίλους λόγους ἀνεῠρεν, Ar. Th. 438. – b) eben so πυκνόν u. πυκνά, πυκινόν u. πυκινά gebraucht, dicht, häufig; πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην, Od. 13, 438. 17, 198; πυκνὰ ἑκατέρωσ' ἀποβλέπειν, Plat. Rep. VI, 501 b; u. comparat., νῠν δὲ σὲ χρὴ πυκνότερον δεῦρο ἰέναι, Rep. I, 328 d, wie πυκνότερον ἐν ταυϑοῖ παρέρχεται Dem. 41, 24; u. übertr., πυκινόν περ ἀχεύων Od. 11, 88, ἀνεστενάχιζε Il. 10, 9, πυκνὰ μάλα στενάχων 18, 318, ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι Od. 9, 445.
-
3 ἀνα-πετάννυμι
ἀνα-πετάννυμι, p. ἀμπ. (s. πετάννυμι), fut. ἀναπετῶ, Men. bei Suid., auseinander breiten, ἱστία, die Segel ausspannen, Il. 1, 480 Od. 4, 783. 8, 54. 10, 506 ἀνά ϑ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν (πετάσσας); τὰς πύλας, die Thore öffnen, Her. 3, 147. 158; ϑύρας Plat. Phil. 62 c; vgl. Xen. Cyr. 8, 3, 11; σανίδες ἀναπεπταμέναι, geöffnete Thorflügel, Il. 12, 122; ϑύραι Pind. N. 9, 2; πέλαγος ἀναπεπταμένον, die offene See, Her. 8, 60. Häufig ἀναπεπταμένος, offen, τόπος Plat. Phaed. 111 c; Xen. Hell. 4, 1, 8; Pol. 1, 51; δίαιτα καϑαρὰ καὶ ἀναπ., das Leben in reiner, freier Luft, Plut. Pericl. 34; παῤῥησία κατακορὴς καὶ ἀναπ., freche, Plat. Phaedr. 240 e, wie ὀμματα Xen. Mem. 2, 1.
-
4 κολλητός
κολλητός, zusammengeleimt, -gekittet, fest verbunden; σανίδες Od. 21, 164; ϑύραι 23, 194; ἅρματα, δίφρος, Il. 4, 368. 19, 395, wie ὄχος Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. κολλήεις. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.
См. также в других словарях:
δικλίδα — και δικλείδα, η (Α δικλίς) νεοελλ. 1. βαλβίδα, γλωττίδα που επιτρέπει τη δίοδο υγρού ή αερίου μόνο προς μία κατεύθυνση 2. ναυτ. τα δύο φύλλα τής κανονιοθυρίδας, το δίφυλλο πορτέλο τής μπουκαπόρτας 3. φρ. «ασφαλιστική δικλίδα» ή «δικλίδα… … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek