-
1 ἀμπ-ισχνέομαι
ἀμπ-ισχνέομαι, = ἀμπέχομαι, von Buttmann's Gramm. vertheidigt; aber Ar. Av. 1090 haben die mss. u. VLL. u. dah. Bekk. ἀμπισχοῦνται.
-
2 ἀμπ-εχόνιον
ἀμπ-εχόνιον, τό, dim. zum vorigen, VLL.
-
3 ἀμπ-εχόνη
-
4 ἀμπ-έχω
ἀμπ-έχω, vgl. ἀμπίσχω; fut. ἀμφέξω Eur. Cycl. 343; impf. med. ἠμπείχετο Plat. Phaed. 87 b; Luc. Peregr. 15; aor. ἠμπέσχετο Eur. Med. 1159; Ar. Th. 165; umhüllen, Subl. ist das Kleid; Hom. Od. 6, 225 ἅλμην, ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους; – Aesch. Pers. 834; κυνῆ πρόσωπά νιν ἀμπέχει, bedeckt ihm das Gesicht, Soph. O. C. 315; οὐρανὸν ἀχλὺς ἄμπεχε Ap. Rh. 2, 1104; sp. D. – Med. umhaben, von Kleidern, Ar. Ach. 986; τριβώνιον Pl. 897; πλεῖστα καὶ κάλλιστα Plat. Gorg. 490 d; aber 523 c ist ἀμπεχόμενος bekleidet; ἐσϑῆτα Luc. Somn. 11.
-
5 ἀμπ-έχονον
ἀμπ-έχονον, τό, Ueberwurf, = ἀμπεχόνη, Theocr. 15, 21. 27, 58.
-
6 ἀμπ-ίσχω
ἀμπ-ίσχω, = ἀμπέχω ( Subj. ist der Ankleidende), Eur. Suppl. 165 ἀμπίσχειν; Troad. 14 ἀμπίσχων; Hipp. 191 ἤμπισχεν ὑφάσματα; Ion 1160 ἀμπίσχον; ἤμπισχέ τινα σμικρότητι Plat. Prot. 230 e; δούλους ἀμπίσχουσα, umfassend, Polit. 311 c; Med. ἀμπίσχομαι, Eur. Hel. 429; ἂν ἀμπίσχοιο Plat. Alc. I, 113 e; Ar. κρίβανόν μ' ἀμπίσχετε Vesp. 1153; ἀμπίσχων Ran. 1061; τὸν δῆμον χλαῖναν ἤμπισχον Lys. 1156; ἀμπισχόμενος Vesp. 1150; Eccl. 332; ἠμπισχόμην 540. Vgl. die anderen compp.; Buttm. Gramm. II, 143 erklärt die Formen ἀμπι-σχεῖν, ἀμπι-σχών, wie er schreibt, durchaus für aor. II.; der Sinn erlaubt dies in den meisten Stellen des Ar. zwar (z. B. Lys. 1156 ἠλευϑέρωσαν καὶ ἤμπισχον, so auch μὴ ἀμπίσχῃ ἀμφὶ σῶμα πέπλους Eur. I. A. 1439), und die Erkl. der VLL., die er anführt, sprechen dafür, doch widerstrebt die Analogie der übrigen compp. und der Gebrauch des Plat.
-
7 προς-αμπ-έχω
-
8 παρ-αμπ-έχω
παρ-αμπ-έχω u. παραμπίσχω (s. ἀμπέχω), umhüllen, bedecken; Eur. Med. 285 οὐδὲν δεῖ παραμπέχειν λόγους, Schol. κρύπτειν; – οὐ τὸ σῶμα παρήμπισχεν, Arist. rhet. 3, 3. – Im med. gew. übtr. als Deckmantel, Vorwand brauchen, vorschützen, Hippocr. u. Sp.
-
9 περι-αμπ-έχω
περι-αμπ-έχω if, ἔχω), ringsherum anlegen, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος, Plat. Phaed. 98 d; med. sich umhüllen, τοιαῠτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα περιαμπέχονται Σατύρου – δοράν, Conv. 221 e; übertr. τὴν μέϑην, Ael. V. H. 14, 41; Plut. u. A.
-
10 περι-αμπ-ίσχω
περι-αμπ-ίσχω, = Vorigem; λόγους, Eur. Med. 282; καὶ τοῠτό γ' ἐπίτηδές σε περιήμπισχεν, Ar. Equ. 890.
-
11 συν-αμπ-έχω
συν-αμπ-έχω (s. ἔχω, ἀμπέχω), mit, zugleich umgeben, umhüllen, bedecken, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις; Aesch. Prom. 519.
-
12 συν-αμπ-ίσχω
συν-αμπ-ίσχω, = Vor., med., τί κλείεις καὶ ξυναμπίσχει κόρας, Eur. Herc. fur. 1111.
-
13 τρυφερ-αμπ-έχονος
τρυφερ-αμπ-έχονος, mit weichen od. weichlichen Kleidern ( ἀμπεχόνη); Antiphan. bei Ath. XII, 526 d nennt so die Ionier.
-
14 κατ-αμπ-έχω
κατ-αμπ-έχω (s. ἔχω u. ἀμπέχω), umthun, umgeben, bedecken; Antiphan. bei Ath. III, 112 d; τὰ κράνη Plut. Crass. 11.
-
15 κατ-αμπ-ίσχω
κατ-αμπ-ίσχω (s. ἀμπίσχω), = Vorigem, εὔψυχον ἄνδρα κούρῃ καταμπίσχουσι χϑονί Eur. Hel. 859.
-
16 μετ-αμπ-έχω
μετ-αμπ-έχω, oder - αμπίσχω (s. ἀμπέχω), umkleiden, anlegen, im med. übertr., τὴν χαλεπωτάτην δουλείαν ἀντὶ ἐλευϑερίας μεταμπισχόμενος, Plat. Rep. VIII, 569 c.
-
17 ἀπ-αμπ-ίσχω
(ἀπ-αμπ-ίσχω), nur ἀπαμπισχεῖν aor., auskleiden, Philo.
-
18 ἐπ-αμπ-έχω
ἐπ-αμπ-έχω (s. ἀμπέχω), darüber, dazu anziehen, umhüllen; γῆν τῷδε ἐπαμπισχόντες Eur. Tr. 1148, so als aor. zu schreiben, vulg. ἐπαμπίσχοντες, als bes. Präsensform. Bei Plut. oft übertr., ὕβρει καὶ κόμπῳ Oth. 5; φύσις ἐπαμπεχομένη λογισμῷ Sertor. 10.
-
19 ἐν-αμπ-έχομαι
ἐν-αμπ-έχομαι, umhaben, Philo.
-
20 ὑπ-αμπ-έχω
ὑπ-αμπ-έχω (s. ἔχω), unter der Bedeckung oder dem Kleide verbergen, Plut. S. N. V. 20.
См. также в других словарях:
ἄμασιν — ἄμπ repose neut dat pl ἄ̱μασιν , ἦμαρ day neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄματα — ἄμπ repose neut nom/voc/acc pl ἄ̱ματα , ἦμαρ day neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄματι — ἄμπ repose neut dat sg ἄ̱ματι , ἦμαρ day neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄματος — ἄμπ repose neut gen sg ἄ̱ματος , ἦμαρ day neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅματ' — ἄματα , ἄμπ repose neut nom/voc/acc pl ἄματι , ἄμπ repose neut dat sg ἄματε , ἄμπ repose neut nom/voc/acc dual ἄ̱ματα , ἦμαρ day neut nom/voc/acc pl (doric) ἄ̱ματι , ἦμαρ day neut dat sg (doric) ἄ̱ματε , ἦμαρ day neut nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
μάλλυκες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τρίχες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλός + επίθημα υκες, πιθ. κατά τα ἄμπ υκες, κάλ υκες] … Dictionary of Greek
Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… … Dictionary of Greek
Ποπόλ Βουχ ή Γιουχ — Ιερό βιβλίο των Μάγια Κιτσέ, που κατοικούσαν στα υψίπεδα της Γουατεμάλας. Στους Μάγια, μετά την ισπανική κατάκτηση (16ος αι.), αναπτύχθηκε ανθούσα γραπτή φιλολογία σε ιθαγενή γλώσσα με λατινικά γράμματα: τοΠοπόλ Βουχ είναι το αξιολογότερο από τα… … Dictionary of Greek
κἄμ' — ἄμαι , ἄμη shovel fem nom/voc pl ἄμᾱͅ , ἄμη shovel fem dat sg (doric aeolic) ἄμα , ἄμπ repose neut nom/voc/acc sg ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)