-
1 ἀνα-πετάννυμι
ἀνα-πετάννυμι, p. ἀμπ. (s. πετάννυμι), fut. ἀναπετῶ, Men. bei Suid., auseinander breiten, ἱστία, die Segel ausspannen, Il. 1, 480 Od. 4, 783. 8, 54. 10, 506 ἀνά ϑ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν (πετάσσας); τὰς πύλας, die Thore öffnen, Her. 3, 147. 158; ϑύρας Plat. Phil. 62 c; vgl. Xen. Cyr. 8, 3, 11; σανίδες ἀναπεπταμέναι, geöffnete Thorflügel, Il. 12, 122; ϑύραι Pind. N. 9, 2; πέλαγος ἀναπεπταμένον, die offene See, Her. 8, 60. Häufig ἀναπεπταμένος, offen, τόπος Plat. Phaed. 111 c; Xen. Hell. 4, 1, 8; Pol. 1, 51; δίαιτα καϑαρὰ καὶ ἀναπ., das Leben in reiner, freier Luft, Plut. Pericl. 34; παῤῥησία κατακορὴς καὶ ἀναπ., freche, Plat. Phaedr. 240 e, wie ὀμματα Xen. Mem. 2, 1.
См. также в других словарях:
αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek
ἀναπετῶ — ἀναπετάννυμι spread out fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ἀναπετάννυμι spread out pres imperat mp 2nd sg ἀναπετάννυμι spread out pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀναπετάννυμι spread out pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπετάμενος — η, ο [αναπετώ] 1. αυτός που πετάει ψηλά 2. (για νεοσσούς) αυτός που αρχίζει να πετά, να φτερουγίζει 3. (για νερά) αυτός που ξεπετιέται από το έδαφος, που αναβλύζει … Dictionary of Greek
αναπετάννυμι — και ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και ύω και ἀναπετῶ) [πετάννυμι] 1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος* αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο αρχ. 1. φανερώνω, εκθέτω 2. διαχέω,… … Dictionary of Greek
σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] … Dictionary of Greek