Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὄζοι

См. также в других словарях:

  • ὄζοι — ὄζος bough masc nom/voc pl ὄζοῑ , ὄζω smell pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ozolian Locris — in Central Greece, west of Attica, under the name Locride Ozolian Locris or Esperian Locris (Greek: Οζολία Λοκρίς ή Εσπερία Λοκρίς) was a district inhabited by the Ozolian Locrians a tribe of the Locrians, upon the Corinthian gulf, bounded on the …   Wikipedia

  • ОРЕСФЕЙ —     I.    • Orestheum,          Όρέσθειον или Όρέστειον (первоначально Όρεσθάσιον), город в Южной Аркадии на дороге из Мегалополя в Тегею. Hdt. 9, 11. Thuc. 5, 64. Eur. Or. 1647. У подножия Тзимбарских гор сохранились еще некоторые столбы от… …   Реальный словарь классических древностей

  • ОРЕСФЕЙ —     I.    • Orestheum,          Όρέσθειον или Όρέστειον (первоначально Όρεσθάσιον), город в Южной Аркадии на дороге из Мегалополя в Тегею. Hdt. 9, 11. Thuc. 5, 64. Eur. Or. 1647. У подножия Тзимбарских гор сохранились еще некоторые столбы от… …   Реальный словарь классических древностей

  • ελάτινος — η, ο (AM ἐλάτινος, η, ον και ἐλάτινος, ον Α και εἰλάτινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου αρχ. 1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα») 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος τής… …   Dictionary of Greek

  • λέχριος — λέχριος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.) 2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ ρ ιος < λεκ σ ρ ιος (πρβλ. λάχ νη < *λακ… …   Dictionary of Greek

  • λικροί — και λεκροί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. λέχριος] …   Dictionary of Greek

  • οζώδης — (I) ες (Α ὀζώδης, ῶδες) [όζος (Ι)] 1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους 2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης… …   Dictionary of Greek

  • τρίοζος — ον, Α αυτός που έχει τρεις όζους, τρία βλαστάρια, τρίκλωνος («οἱ ὄζοι δ ἴσου τε καὶ κατ ἀριθμὸν ἴσοι καθάπερ τῶν τριόζων», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. πέντ οζος)] …   Dictionary of Greek

  • όζος — (I) ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος) 1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο 2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός 3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • ομόπτερα — (homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»