-
1 πολος
ὅ ( редко ἥ, см. 7) [πέλομαι]1) осьὁ διὰ παντὸς π. τεταμένος Plat. — проходящая через вселенную ось
2) оконечность оси, полюсπ. ἀρκτικός (ἀνταρκτικός) Arst. — северный (южный) полюс
3) небесный свод, небо(ἄστρων π. Eur.)
οὐράνιον πόλον νώτοις ὁποστενάζει Aesch. — (Атлант) со стонами держит на (своей) спине небесный свод4) круговой путь, оборот (sc. τοῦ χρόνου Plat.)5) распаханное поле Xen.6) рессора колесной оси Diod.7)(Luc. ἥ) солнечные часы ( сферические) (π. καὴ γνώμων Her.)
-
2 πόλος
ο в разн. знач полюс;ο βόρειος (νότιος) πόλος — северный (южный) полюс;
ο εξερευνητής τού πόλου — полярник;
θετικός (αρνητικός) πόλος физ. — положительный (отрицательный) полюс
-
3 πόλος
[полос] ουσ. а. полюс,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πόλος
-
4 πόλος
[полос] ουσ α полюс. -
5 αιπολος
-
6 ακροπολος
-
7 αμφιπολος
I21) прислуживающий(ταμίη Hom.)
2) часто посещаемый(τύμβος Pind.)
IIὅ и ἥ1) слуга, служанка Hom., Eur.2) жрец, жрица(θεας Eur.; Ἄρεος Plut.)
3) посредница ( эпитет Киприды) Soph. -
8 ανταρκτικος
-
9 αοιδοπολος
-
10 αρκτικος
-
11 αφανης
21) невидимый, незримый(Τάρταρος Pind.; θεός Soph.; πόλος Arst.)
2) скрытый, спрятанный(ξιφίδιον Thuc.)
3) тайный, секретный(νεῦμα Thuc.; βούλευμα Plut.)
ἐν ἀφανεῖ Thuc., Plat. и ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Thuc. — тайно, втайне;μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν Xen. — было известно, что он прибегал к колдовству4) таинственный, неведомый, неизвестный(νόσος Her.)
οὐκ ἀφανῆ κρινεῖτε τέν δίκην τήνδε Thuc. — не думайте, что это осуждение останется неизвестным5) смутный, неясный(λόγος Soph.; ἐλπίς Thuc.)
6) исчезнувший, пропавший(ὅ ἥλιος ἐκλιπὼν ἀ. ἦν Her.; ὄνομα γᾶς ἀφανὲς εἶσιν Eur.)
οἱ ἀφανεῖς Thuc. — пропавшие без вести7) незаметный, безвестный(ἀ. καὴ ταπεινός Dem.)
8) ( об имуществе) обращенный в деньги, наличный(πλοῦτος Arph., Men.)
ἀφανῆ καταστῆσαι τέν οὐσάν Lys. — обратить имущество в деньги -
12 δικασπολος
-
13 επιπολος
-
14 θαλαμηπολος
Iἥ1) горничная, служанка Aesch.δαῖέ οἱ πῦρ γρηῢς Ἀπειραίη, θ. Εὐρυμέδουσα Hom. — развела ей (Навсикае) огонь старуха (вывезенная) из Эпира, служанка Эвримедуса
2) жрица Кибелы Anth.IIὅ1) супругπαῖς καὴ πατέρ θ. Soph. — сын-супруг и отец-супруг ( об Эдипе)
2) страж женских покоев, евнух Plut.3) жрец Кибелы Anth. -
15 θεμιστοπολος
-
16 θυηπολος
I2совершающий жертвоприношение(χείρ Aesch.)
IIὅ жрец(Κάλχας ὅ θ. Eur.; τοῦ Διὸς τοῦ Σωτῆρος Plut.)
-
17 ιπποπολος
-
18 μαντιπολος
-
19 μελισσοπολος
-
20 μητροπολος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πόλος — piuot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλος — piuot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek
πόλος — ο 1. το κάθε άκρο άξονα γύρω από τον οποίο γυρνά πραγματική ή φανταστική σφαίρα: Πόλοι της Γης. 2. το καθένα από τα άκρα μαγνήτη ή αγωγού: Μαγνητικοί πόλοι. 3. καθετί που είναι σε θέση αντίθετη από κάποιο άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… … Dictionary of Greek
Πόλοι — Πόλος piuot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλοι — πόλος piuot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλοιο — Πόλος piuot masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλοιο — πόλος piuot masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλοις — Πόλος piuot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλοις — πόλος piuot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)