-
101 вечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. αιώνιος, αθάνατος•-ая память αιώνια η μνήμη•
-ая слава αθάνατη δόξα.
2. διαρκής, συνεχής, διηνεκής• ατέλειωτος, παντοτινός•-ое владение παντοτινή κτήση•
-ые ссоры ατέλειωτες φιλονικίες.
3. ισόβιος•-ая каторга ισόβια κάτεργα.
εκφρ.- ое перо – ο στυλός (μεγάλης διαρκείας). -
102 всегдашний
επ.παντοτινός, μόνιμος, σταθερός, διαρκής• αιώνιος. -
103 долговечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноμακρόβιος, πολυετής•-ые растения μακρόβια φυτά.
|| στερεός, γερός, αιώνιος•-ая кровля γερή στέγη.
-
104 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία. -
105 неизгладимый
επ., βρ: -им, -а, -о (γραπ. λόγος) ανεξίτηλος, ανεξάλειπτος•-ые следы оспы ανεξίτηλες ουλές (σημάδια) ευλογιάς.
|| μτφ. άσβηστος, αιώνιος, αλησμόνητος, αξέχαστος•-ые воспоминания ανεξάλειπτες αναμνήσεις.
-
106 нетленный
επ., βρ: -нен, -нна, -нно;παλ. άφθαρτος• ασαπής, άσηπος. || μτφ. αιώνιος. -
107 присный
επ.1. παλ. παντοτινός, αιώνιος, εσαεί.2. ουσ. πλθ. -ые, -ых ομοϊδεάτες• οι προσκείμενοι (ο ένας στον άλλον). -
108 μέθη
A strong drink, καλῶς ἔχειν μέθης to be pretty well drunk, Hdt.5.20;ὑπερπλησθεὶς μέθης S.OT 779
;μέθῃ βρεχθείς E.El. 326
;ἡ ἀπειρία τῆς μ. Antipho 4.3.2
;ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Pl.R. 396d
; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι τινά ib. 488c; μ. εὐώδης παλαιός fragrant old wine, Hp.Epid.7.82.II drunkenness,μ. αἰώνιος Pl.R. 363d
;πίνειν εἰς μέθην Id.Lg. 775b
; μέθῃ χρῆσθαι ib. 674a;διὰ μέθης ποιήσασθαι.. τὴν συνουσίαν Id.Smp. 176e
;κωμάζειν μετὰ μέθης Id.Lg. 637b
;τρεῖς εἶχεν προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν D.21.38
: pl., carousals, Democr.159, Pl.Lg. 682e; , cf. LXX Ju.13.15, Ep.Rom.13.13, etc.2 metaph.,ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ Pl.Lg. 639b
, cf. Metrod.Herc.831.18;μ. νηφαλίῳ κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες Ph.1.16
, cf.2.320. -
109 πολυχρόνιος
πολυ-χρόνιος, ον,A of olden time, ancient, h.Merc. 125.2 of long standing, τὴν πολυχρονίων (leg. - χρόνιον)Μαρμαριτῶν θρασύτητα Sammelb. 6026
(Cyrenaica, iii A.D.).II lasting for long,νουσήματα Hp.Aph.4.23
, cf.7.6;μουναρχίη Hdt.1.55
;π. ἔχειν τὴν ζωήν Arist.Long. 464b25
; ([comp] Comp.); opp. αἰώνιος, Epicur.Sent.28; long-protracted,Call.
Lav. Pall.128;πολιορκίαι Onos.38.6
;πλέγμα AP5.254.14
(Paul. Sil.): [comp] Comp., Hp.Fract.10, Pl.Ti. 75b: [comp] Sup.,τὰ -ώτατα τῶν ἀνθρωπίνων X.Mem.1.4.16
. Adv. - ίως dub. l. in Hp.Ep.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυχρόνιος
-
110 πρόσκαιρος
πρόσκαιρος, ον,A occasional, extraordinary,ἑορτή IG22.1368.44
; αἱ π. ἐπιβολαί the additional taxes, PLond.3.979.19(iv A.D.);τὰ δημόσια τέλη κανονικά τε καὶ π. τούτων PMasp.168.36
(vi A.D.).4 πρόσκαιρον, τό, agreement having temporary validity, Sammelb.6000v.35 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκαιρος
-
111 ἀΐδιος
A everlasting, eternal, h.Hom.29.3, Hes.Sc. 310; freq. in Prose, ;ἔχθρα Th.4.20
; οἴκησις, of a tomb, X.Ages.11.16; ἡ ἀ. οὐσία eternity, Pl.Ti. 37e; ἀ. στρατηγία, ἀρχή, βασιλεία, perpetual.., Arist. Pol. 1285a7, 1317b41, 1301b27; ἀ. βασιλεῖς, γέροντες, ib. 1284b33, 1306a17; τὰ ἀ., opp. τὰ γενητά and φθαρτά, Id.Metaph. 1069a32, EN 1139b23, al.; ἐς ἀΐδιον for ever, Th.4.63; ad infinitum, Arist.PA 640a6;ἐξ ἀϊδίου Plot.2.1.3
: [comp] Comp. :—ἀ. is dist. fr. αἰώνιος as everlasting from timeless, Olymp.in Mete.146.16; but dist. fr. ἀείζωος as eternal (without beginning or end) from everliving, Corp.Herm.8.2. Adv.- ίως Sm.Mi.7.18
, Iamb.Comm.Math. 1, Hierocl. in CA1p.419M. -
112 ἀντίστασις
II opposition,αἰώνιος Ph.1.577
;ἐπὶ τῇ ἀρχῇ J.AJ 17.11.2
;τύχης Plu.Aem.36
;ἐξ ἀ. ἀγωνίζεσθαι
in pitched battle,Hdn.
5.4.4; ἴσην ἀ. ἔχειν weigh equally, Arist.Mu. 397a1.III counterplea, set-off, e.g. benefit conferred balanced against injury done, Hermog.Stat.2, cf. 6 (pl.), Arg.Lycurg.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίστασις
-
113 ἀριστοπολιτευτής
A best of citizens, honorary title, esp. at Sparta, IG5(1).335, al.:—also [suff] ἀριστο-πολίτης [λῑ], ου, ὁ, best citizen, αἰώνιος ἀ. ib.468, IPE2.29 (Panticapaeum; - πυλίτης lapis):— hence [suff] ἀριστο-πολῑτεία, ἡ, privileges of an ἀ., IG5(1).65 ([place name] Sparta), SIG 893A 9 ([place name] Messene).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστοπολιτευτής
-
114 ἔγχρονος
ἔγχρον-ος, ον,2 in time, temporal, opp. αἰώνιος, Ocell.1.2, Ascl. in Metaph.424.7, Procl.Inst.53, al., Dam. Pr.90, al., Simp.in Ph.461.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγχρονος
-
115 ῥιζόω
A cause to strike root: metaph., plant, fix firmly,ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν θῆκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν Od.13.163
; [νήσους] κατὰ βυσσὸν πρυμνόθεν (s. v.l.) Call.Del.35:—[voice] Pass., of trees and plants, take root, strike root, X.Oec.19.9, Thphr.CP1.2.1:—[voice] Med., ἄριστον ῥιζώσασθαι, of the fig, Id.HP2.5.6; so αἱ πίνναι ἐρρίζωνται, opp. ἀρρίζωτοι, Arist. HA 548a5;ῥ. ἐπί τινος AP6.66
(Paul.Sil.); ὀδὸς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένος made fast or solid, S.OC 1591; of a bridge,αἰώνιος ἐρρίζωται Epigr.Gr.1078.7
([place name] Adana).2 metaph.,ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Hdt.1.64
:—[voice] Pass., τυραννὶς ἐρριζωμένη ib.60, cf. Pl.Lg. 839a; ἐξ ἀμαθίας πάντα κακὰ ἐρρ. have their root in.., Id.Ep. 336b, cf. S E. Med.1.271; ἐν ἀγάπῃ ἐρρ. Ep.Eph.3.18.II [voice] Pass. also of land, to be planted with trees,ἀλωὴ ἐρρίζωται Od.7.122
. -
116 διαιώνιος
δι-αιώνιος, α, ον, immerwährend, ewig -
117 προαιώνιος
προ-αιώνιος, vor der Zeit, ewig -
118 Continual
adj.Incessant: V. διατελής.Continuous: P. συνεχής, ἐνδελεχής.Eternal: P. αἰώνιος, ἀΐδιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Continual
-
119 Deathless
adj.Immortal: P. ἀΐδιος, αἰώνιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deathless
-
120 Endless
adj.Of a circle: V. ἀπείρων (Æsch., frag.).Continuous: P. συνεχής, ἐνδελεχής.Incessant: V. διατελής.Eternal: P. αἰώνιος. ἀΐδιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Endless
См. также в других словарях:
αἰώνιος — lasting for an age masc nom sg αἰώνιος lasting for an age masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιώνιος — ια (και ία), ιο (Α αἰώνιος, ία, ιον και ιος, ιον) 1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος 2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια παντοτινά νεοελλ. (για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας) 1. αυτός που μοιάζει … Dictionary of Greek
αιώνιος — α, ο παντοτινός, αθάνατος, άφθαρτος: Του χρωστούσε αιώνια ευγνωμοσύνη. – Το κτίριο αυτό είναι γερό, αιώνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰωνιώτερον — αἰώνιος lasting for an age adverbial comp αἰώνιος lasting for an age masc acc comp sg αἰώνιος lasting for an age neut nom/voc/acc comp sg αἰώνιος lasting for an age masc acc comp sg αἰώνιος lasting for an age neut nom/voc/acc comp sg αἰώνιος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίω — αἰώνιος lasting for an age masc/neut nom/voc/acc dual αἰώνιος lasting for an age masc/neut gen sg (doric aeolic) αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut nom/voc/acc dual αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίως — αἰώνιος lasting for an age adverbial αἰώνιος lasting for an age masc acc pl (doric) αἰώνιος lasting for an age adverbial αἰώνιος lasting for an age masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰώνιον — αἰώνιος lasting for an age masc acc sg αἰώνιος lasting for an age neut nom/voc/acc sg αἰώνιος lasting for an age masc/fem acc sg αἰώνιος lasting for an age neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίων — αἰώνιος lasting for an age fem gen pl αἰώνιος lasting for an age masc/neut gen pl αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίοις — αἰώνιος lasting for an age masc/neut dat pl αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίου — αἰώνιος lasting for an age masc/neut gen sg αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίους — αἰώνιος lasting for an age masc acc pl αἰώνιος lasting for an age masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)