-
1 αἴσιος
αἴσιος, ον, fem. αἰσία Pind. N. 9, 18, Hom. einmal, II. 24, 376 ὁδοιπόρον αἴσιον, rechtschaffen denkend, vgl. 377 πέπνυσαι νόῳ: s. αἴσιμος; – Sp. glückbedeutend, günstig, βροντή P. 4, 23 vgl. 197; Xen. Cyr. 1, 6, 1; ὄρνις Pind. N. 9, 18; Soph. O. R. 52; sp. D.; Plut. Rom. 9 u. öfter; ἀετός Xen. Cyr. 2, 4, 14 Ihecer. 17, 72; οἰωνοί Xen. C. 3, 3, 11; unter günstigen Vorbedeutungen, zu gelegener Zeit kommend, Aesch. Ag. 104; Soph. O. C. 34; Eur. Ion 424 ἡμέρα, glücklicher Tag, wie adv. αἰσίως 413. Bei Sp. ἐπ' αἰσίῳ od. ἐπ' αἰσίοις, auspicato. – Gebührend, angemessen, Nic. Th. 98 ὁλκή.
См. также в других словарях:
αἰσίως — αἴσιος auspicious adverbial αἴσιος auspicious masc acc pl (doric) αἴσιος auspicious adverbial αἴσιος auspicious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχή — και ευχή, η (ΑΜ εὐχή) 1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση 2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. 1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή… … Dictionary of Greek
καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό … Dictionary of Greek
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek