-
1 αισίως
αἴσιοςauspicious: adverbialαἴσιοςauspicious: masc acc pl (doric)αἴσιοςauspicious: adverbialαἴσιοςauspicious: masc /fem acc pl (doric) -
2 αἰσίως
αἴσιοςauspicious: adverbialαἴσιοςauspicious: masc acc pl (doric)αἴσιοςauspicious: adverbialαἴσιοςauspicious: masc /fem acc pl (doric) -
3 ἀπαίσιος
ἀπαίσιος, ον,A ill-omened,ἡμέρα App.BC1.78
;φωνή Plu.2.266d
;ἄχθος ὑαίνης Opp.H.1.372
;ἡμέρα Luc.Pseudol.12
;ὄνομα Procl.in Cra.p.39P.
Adv.ἀπαξίως, αἰσίως καὶ ἀ. ἐπιγενησόμενα Gal.1.292
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαίσιος
См. также в других словарях:
αἰσίως — αἴσιος auspicious adverbial αἴσιος auspicious masc acc pl (doric) αἴσιος auspicious adverbial αἴσιος auspicious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχή — και ευχή, η (ΑΜ εὐχή) 1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση 2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. 1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή… … Dictionary of Greek
καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό … Dictionary of Greek
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek