Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

αἰσία

См. также в других словарях:

  • αἰσία — αἰσίᾱ , αἴσιος auspicious fem nom/voc/acc dual αἰσίᾱ , αἴσιος auspicious fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσίᾳ — αἰσίᾱͅ , αἴσιος auspicious fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αισία — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν μαθήτρια του επισκόπου Ταυρομενίου, αγίου Παγκρατίου, και μαρτύρησε μαζί με την αγία Σωσάννα. Γιορτάζεται στις 7 Ιουνίου. Αναφέρεται και ως Εσία και Ευσέβεια …   Dictionary of Greek

  • αἴσια — αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc pl αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσίας — αἰσίᾱς , αἴσιος auspicious fem acc pl αἰσίᾱς , αἴσιος auspicious fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσίαν — αἰσίᾱν , αἴσιος auspicious fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ephesia Grammata — ( Ephesian words ) are Ancient Greek magical formulas attested from the 5th or 4th century BC. According to Pausanias the Lexicographer (Eust. ad Od. 20, 247, p. 1864), their name derives from their being inscribed on the cult image of Artemis in …   Wikipedia

  • Ephesia grammata — Les Ephesia grammata (du grec ancien Ἐφέσια γράμματα), littéralement les « formules d Éphèse » sont l une des plus célèbres formules magiques de l Antiquité. Déjà connues au milieu du IVe siècle av. J.‑C., les Ephesia grammata …   Wikipédia en Français

  • EMBOLA — Graeca vox Ε᾿μβολὴ, in genere transvectio mercium est, quae in anvem ἐμβάλλονται, iniciuntur; In specie sic dicta est olim sollennis et annua publicarum specierum transvectio, quae ex Aegypto fiebat; onus navium Alexandrinarum, quae αἰσία ἐμβολὴ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άθυτος — η, ο (Α ἄθυτος, ον και στος, ον) [θύω] αυτός που δεν έχει θυσιαστεί, αθυσίαστος νεοελλ. άσφαχτος αρχ. 1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θυσία ή τελετή, άνομος, παράνομος 2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος για θυσία ή προσφορά 3. (για θεούς) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»