-
1 αἰνόλεκτρος
αἰνό-λεκτρος, unglücklich vermählt; die Höhle der Echidna mit grausem Lager -
2 αἰνό-λεκτρος
αἰνό-λεκτρος, unglücklich vermählt, Aesch. Πάρις Ag. 695; Helena bei Lyc. 820, der 1354 κευϑμῶνος αἰνόλεκτρος μυχός die Höhle der Echidna mit grausem Lager nennt.
См. также в других словарях:
αινόλεκτρος — αἰνόλεκτρος, ον (Α) ο αινόγαμος*· [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λέκτρον «κλίνη»] … Dictionary of Greek
αἰνόλεκτρον — αἰνόλεκτρος fatally wedded masc/fem acc sg αἰνόλεκτρος fatally wedded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινολεχής — αἰνολεχὴς ( οῡς), ὲς (Α) ο αινόλεκτρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λεχὴς < λέχος «κλίνη»] … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek