-
1 αἰνόλεκτρος
αἰνό-λεκτρος, ον,II with a frightful bed, of the cave of Echidna, Id.1354.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνόλεκτρος
-
2 αινόλεκτρον
αἰνόλεκτροςfatally wedded: masc /fem acc sgαἰνόλεκτροςfatally wedded: neut nom /voc /acc sg -
3 αἰνόλεκτρον
αἰνόλεκτροςfatally wedded: masc /fem acc sgαἰνόλεκτροςfatally wedded: neut nom /voc /acc sg -
4 αἰνολεχής
αἰνο-λεχής, ές,A = αἰνόλεκτρος, Orph.A. 878.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνολεχής
См. также в других словарях:
αινόλεκτρος — αἰνόλεκτρος, ον (Α) ο αινόγαμος*· [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λέκτρον «κλίνη»] … Dictionary of Greek
αἰνόλεκτρον — αἰνόλεκτρος fatally wedded masc/fem acc sg αἰνόλεκτρος fatally wedded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινολεχής — αἰνολεχὴς ( οῡς), ὲς (Α) ο αινόλεκτρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λεχὴς < λέχος «κλίνη»] … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek