Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰνόλεκτρος

См. также в других словарях:

  • αινόλεκτρος — αἰνόλεκτρος, ον (Α) ο αινόγαμος*· [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λέκτρον «κλίνη»] …   Dictionary of Greek

  • αἰνόλεκτρον — αἰνόλεκτρος fatally wedded masc/fem acc sg αἰνόλεκτρος fatally wedded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινολεχής — αἰνολεχὴς ( οῡς), ὲς (Α) ο αινόλεκτρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λεχὴς < λέχος «κλίνη»] …   Dictionary of Greek

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»