Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

αἰνό-λεκτρος

См. также в других словарях:

  • κοινόλεκτρος — κοινόλεκτρος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κοινή κλίνη με κάποιον, ο σύντροφος τού κρεβατιού, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. αινό λεκτρος, ομό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόλεκτρος — μακρόλεκτρος, ον (Μ) αυτός που παραμένει ή αυτός που συμβαίνει για πολύ χρόνο στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό λεκτρος, κοινό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

  • νεόλεκτρος — νεόλεκτρος, ον (Α) νεόγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό λεκτρος, ομό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

  • ομόλεκτρος — ὁμόλεκτρος, ον (Α) 1. αυτός που κοιμάται ή κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με έναν άλλο 2. (το αρσ. και θηλ. ως επίθ. και ως ουσ.) σύζυγος («ὁμόλεκτρος γυνή», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»